Τετάρτη 7 Απριλίου 2010
Σούγια: το τρίγωνο της θάλασσας
Αδημονείς να το δεις να ξεπροβάλλει μπροστά σου κάπου, σε κάποια στροφή, σίγουρος ότι υπάρχει, ακόμα κι αν δε φαίνεται, ότι υπάρχει και σε περιμένει, ξεχειλίζοντας τη δεξαμενή των προσδοκιών σου με υποσχέσεις που σηματοδοτούν την πορεία σου.
Η παιδική φαντασία προσπαθεί να συμπληρώσει τα κενά, να παραμερίσει τα εμπόδια που δημιουργούν τα βουνά, τα βουνά που εξάπτουν την φαντασία και που ταυτόχρονα την κάνουν δημιουργική, που την προκαλούν να βρει και να φτάσει αυτό που βρίσκεται πίσω τους, αθέατο, ορατό μόνο με τη φαντασία, ιδανικά ωραίο, αφού η όρασή σου δεν μπορεί να αλλοιώσει καμιά πλευρά της.
Στις στροφές του δρόμου η θάλασσα φαίνεται πιο κοντινή και μετά πάλι χάνεται εντείνοντας την προσμονή: παιχνίδια προσέγγισης και απομάκρυνσης που εξάπτουν τα συναισθήματα και τη σκέψη. Η πανοραμικότητα της απόστασης, η κάθοδος της προσέγγισης και της στένωσης του ορίζοντα είναι αναγκαίες εναλλαγές του τοπίου, συνθέτοντας το γοητευτικό συναισθηματικό μαρτύριο της διαδρομής.
Κάποια στιγμή μια μόνο στροφή σε χωρίζει από την υδάτινη απλωσιά, από το γαλάζιο σώμα που κείτεται μπροστά σου και σε περιμένει να εισβάλλεις μέσα της, να παίξεις μαζί της, να κοιτάξεις πάνω από την επιφάνεια το διάφανο βυθό της. Άλλοτε ο αέρας σηκώνει τα κύματα κάνοντάς σε να υψωθείς και να βυθιστείς μαζί τους προσπαθώντας να μη βρέξεις το κεφάλι σου. Ή όταν ο άνεμος έχει αγριέψει για τα καλά, ξεσηκώνοντας την χοντρή σκούρα άμμο από την παραλία μαστιγώνει το σώμα σου κάνοντάς σε να μαζευτείς σε μια μπάλα περιορίζοντας την επιφάνεια που θα υποφέρει από τα χτυπήματα, αντέχοντας όμως ακόμα να υπομένει, θέλοντας να παρατείνεις το χρόνο παραμονής κοντά της, αρνούμενος να στερηθείς την παρουσία της.
Τα χοντρά βότσαλα με τα χρώματα και τους ιριδισμούς τους αποκαλύπτουν ένα βίαιο εκκωφαντικό πόλεμο, όταν συγκρούονται μεταξύ τους παρασυρμένα από τη σφοδρότητα των κυμάτων που τα οδηγεί μέτρα αρκετά μέχρι το δρόμο. Ποιος θα τολμούσε να φανταστεί ότι στερεά αυτά, με την πυκνότητα της ύλης τους ως πλεονέκτημα, θα γίνονταν έρμαια του υγρού στοιχείου, ηττημένα και με πληγές που οδηγούν στη λείανση και ισοπέδωση της επιφάνειάς τους εξαιτίας ακριβώς αυτής της υπεροχής τους; Απροστάτευτα, νικημένα από τη σφοδρή νοτιά που έρχεται να πέσει πάνω τους και να τα παρασύρει με όλη της την ορμή, κινημένη η ίδια από ποιες δυνάμεις άραγε, που εκτονώνει λυτρωτικά τη έντασή της πάνω στη σκληρή και ανθεκτική τους επιφάνεια, που όμως είναι σύντομη χρονικά, για να σε ανταμείψει στη συνέχεια με το πιο αστραφτερό χαμόγελο του ήλιου, όταν διώχνοντας το συναισθηματικό της φορτίο έχει εκτονωθεί και γαληνέψει. Χωρίς να δώσει μια εξήγηση. Χωρίς να ζητήσει συγγνώμη.
Αναγκάζοντας τα δέντρα να επιβιώσουν με την προϋπόθεση ότι την αναγνωρίζουν ως αρχηγό τους, ως νικήτρια και κυρίαρχο, μαρτυρώντας όμως ότι έχουν κι αυτά τον τρόπο να επιβιώνουν: την υποχώρηση και την υποταγή.
Από τη στροφή περιμένεις το καραβάκι να ξεπροβάλλει για να μετρήσεις το χρόνο και να επιβεβαιώσεις τον καιρό από την απόσταση από τη στεριά και από την ταχύτητά του. Για λίγο ο δρόμος γεμίζει παροδικούς επισκέπτες που σε λίγο εξαφανίζονται αφήνοντας πάλι το τοπίο στη σιωπή του και στο δικό του αγώνα. Ο άνθρωπος περαστικός, τυχαίος παρατηρητής των αγώνων και των αγωνιών της ομορφιάς και του θυμού της, έρχεται να την πλησιάσει μόνο όταν αποκαμωμένη από τον αγώνα της έχει παραδοθεί, αδυνατώντας να σταθεί κοντά της, όταν δίνει τον πιο σκληρό αγώνα της, όταν υποφέρει από τις δυνάμεις της φύσης, όταν δεν έχει να του προσφέρει κάτι. Ανεχόμενη την ιδιοτέλειά του, την αρπαγή των θησαυρών της μουγκρίζει μόνη την οργή της διώχνοντας τρομοκρατημένο εκείνον που θα έπρεπε να βρίσκεται κοντά της εκείνη τη στιγμή και να τον ακούει.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου