Κυριακή 25 Απριλίου 2010

Βήσσαλα


Βήσσαλα …

Πρέπει να σκαλίσω τις θρυμματισμένες πέτρες, αυτές που κάποτε ήταν τα μεγάλα αγκωνάρια ενός τοίχου, να τα βρω μισοθαμμένα ανάμεσα στο χώμα και στα ξερά φύλλα. Τα πιάνω τρυφερά στο χέρι, να μην τα κουράσω, να μην τα πονέσω κουρασμένα καθώς είναι κατά τη διαδρομή τους στο χρόνο, πονεμένα από τα πόδια που τα πάτησαν και τα συνέτριψαν, από το αλέτρι που τα θρυμμάτισε, πικραμένα από τη ματιά μας που δεν τα συνάντησε για να τα προστατέψει.
Μιλούν σ΄ αυτούς που μπορούν ν΄ ακούσουν τη φωνή τους …
Καθεμιά εικόνα έχει το δικό της ταξίδι να διηγηθεί, τη δική της πικρή ιστορία, τη λεηλασία της ζωής της από το χρόνο, μα κυρίως από τους ανθρώπους. Αυτός που τα δημιούργησε μετά τα παράτησε, οι επόμενοι αδιαφόρησαν, οι άλλοι τα ξέχασαν …
Ένας σπασμένος λαιμός αγγείου σώζει ένα μικρό ίχνος χρώματος … αντιστέκεται … κατεστραμμένο φωνάζει μέσα από χιλιάδες χρόνια την ύπαρξή του με δύναμη που αντλεί από το άγγιγμα και τη ματιά μου.
Μια αβάσιμη πια βάση που δε σου επιτρέπει να τη στηρίξεις και να συνθέσεις στο μυαλό σου το σύνολο, γιατί σου λείπουν αυτά που στήριζε.
Μιλώ με το χρόνο, με τις εικόνες που μου στέλνει, αυτές που δεν έχουν χείλη, μα μύριες γλώσσες, που ηχούν εκκωφαντικά στα αυτιά της συνείδησης της δικής μου, αφού αυτά που έπρεπε να ακούσουν είναι κλειστά.
Μέσα σ΄ ένα τρόχαλο από πέτρες στην άκρη του χωραφιού, στη δροσιά των χόρτων, στον τάφο του χώματος, στο σκληρό φως του ήλιου που μαδά τα χρώματα του κορμιού τους, ένα σύνολο σπαραγμάτων σα διασκορπισμένα οστά ενός σώματος.
Νιώθω αυθόρμητα -κι απορώ με τον εαυτό μου- την ανάγκη να πέσω στο χώμα, να τα πάρω στις χούφτες μου, να τα φέρω στην αγκαλιά μου, στα χείλη μου, να τους μιλήσω τρυφερά, να κλάψω πάνω τους για κείνα και για μένα: για την κατάντια τους και για την ατυχία μου να μην τα γνωρίσω, όταν ζωηρά θαλερά κορμιά έλαμπαν με τα στολίδια πάνω τους
Στέκομαι σ΄ αυτά που ένα χέρι έπιασε χώμα και νερό και έγινε ποιητής, που φύσησε την πνοή της ψυχής του και ιδού έφτιαξε ένα έργο που διατρέχει τους αιώνες φθαρτό κι αυτό, περισσότερο όμως γιατί και ο ποιητής του ήταν κι ο ίδιος θνητός.

Δεν υπάρχουν σχόλια: