Τρίτη 6 Απριλίου 2010

Μινωικός πολιτισμός: η αρχή του τέλους


Όταν οι ίσκιοι θα μάκραιναν ετοιμάζοντας σιγά σιγά τη μεγάλη σκιά ν’ απλωθεί πάνω στ’ ανάκτορο, μια καθημερινή μέρα χωρίς γιορτές και τελετουργίες θα είχε περάσει. Το κέντρο μιας μεγάλης πολιτείας με τόσους ανθρώπους γύρω. Ο ήχος από τις κουβέντες στα διπλανά δωμάτια, στην αίθουσα των διπλών πελέκεων και στο μέγαρο του βασιλιά ήταν καθησυχαστικοί. Ένα αίσθημα ασφάλειας.

O βασιλιάς αυτό το απόγευμα δεν είχε πολλές σκοτούρες. Το λάδι είχε πια συγκεντρωθεί στα μεγάλα πιθάρια, τα αμπέλια κλαδεμένα μόλις πετούσαν τα τρυφερά τους κλωνάρια. Στα εργαστήρια οι τεχνίτες ετοίμαζαν καθένας το αντικείμενο της δουλειάς του. Και τα καράβια, τώρα που οι θάλασσες είχαν ημερέψει, άρχισαν τα ταξίδια τους να πουλήσουν τα προϊόντα που συγκέντρωσαν και να φέρουν καινούρια. Τα πρώτα ταξίδια της χρονιάς πάντα συνοδεύονταν από ένα αίσθημα ανυπομονησίας. Ήταν και η προσμονή των προϊόντων από την ανατολή: πολύτιμα, λαμπρά και ξεχωριστά, πρωτόγνωρα.

Καθώς το βραδινό αεράκι δροσέρευε, μια ανατριχίλα διαπερνούσε το κορμί. Είναι δυνατόν, είναι δυνατόν άραγε ποτέ αυτή η ομορφιά να έχει τέλος; Ο πλούτος, η δόξα και η λάμψη είναι κάτι που μπορεί κάποτε να το στερηθούν; Μα η Μεγάλη Μητέρα θα άφηνε ποτέ να γίνει κάτι τέτοιο; Τώρα την άνοιξη θα ανέβαιναν πάλι στις ψηλές κορφές να την ευχαριστήσουν για την ευφορία και την ευκαρπία της γης, για την υγεία και τη γονιμότητα των ζώων και των ανθρώπων, και να την παρακαλέσουν να είναι πάντα ευνοϊκή μαζί τους. Είναι μια τελετή που απαιτεί προετοιμασία. Όπως η γη ετοιμάστηκε και φόρεσε το καλό της φόρεμα στολισμένο με κρόκους, ίριδες, λάδανους και πολλά άλλα λουλούδια που συναντάς στα βραχώδη όρη, στις κορυφές όπου συνήθως λάτρευαν τις θεές, έτσι και εκείνη πρέπει να φορέσει το καλό της φόρεμα για να ευχαριστήσει εκείνη στην οποία οφείλονται όλα. Μαζί της ιέρειες και ιερείς θα σταυρώσουν γεμάτοι σεβασμό τα χέρια στο στήθος, θα τεντώσουν το σώμα σε στάση προσοχής με το χέρι να αγγίζει το μέτωπο αποπνέοντας δέος και σεβασμό. Κάποια αφιερώματα θα μείνουν εκεί στο ιερό της θεάς να της θυμίζουν την ευγνωμοσύνη τους, κι όταν θα φύγουν από το ιερό μέρος.

Αλλά ανεβαίνοντας εκεί ψηλά θα νιώσουν πρώτα πρώτα τυχεροί που τους χάρισε τόση ομορφιά να τη χαίρονται χωρίς κίνδυνο.

Μια ακόμα μέρα πέρασε ήσυχα. Σε λίγο τα λυχνάρια θα απλώσουν το χρυσό τους φως στους τοίχους να ζωντανέψουν τις ζωγραφιές, να μακρύνουν τις σκιές τους, να θεριέψουν τη φαντασία ν’ αρχίσει να ονειρεύεται ταξίδια από το βυθό της θάλασσας ως τις κορφές των βουνών, από τις πλούσιες εσοχές των σπηλαίων ως τις απόκρημνες προεξοχές των βράχων. Πουλί η φαντασία θα μελετά πετώντας τη νύχτα τα ταξίδια που θα πραγματοποιεί τη μέρα. Το ημίφως των λυχναριών με τη λεπτή μυρουδιά του αρωματισμένων ελαίου που καίγεται, θα συντροφεύει τα ταξίδια τους. Όταν την επομένη το πρώτο βλέμμα του ήλιου χτυπήσει τολμηρά το παράθυρό της ξυπνώντας τη γρήγορα γρήγορα να μη χάσει τίποτε από την ομορφιά κι αυτής της μέρας, θα ‘χει χαρεί μια νύχτα νοερών ταξιδιών ανακατεμένα με τη προσμονή της πραγματοποίησης των αληθινών.

Τα τελευταία πουλιά έρχονται να την καληνυχτίσουν πριν πάνε να ζεστάνουν με τις φτερούγες τους τα νιογέννητα μικρά τους. Να, τώρα ένα πουλί όρμησε μέσα στο δωμάτιο. Ο ήχος από το κελάηδημά του αντηχεί κι εκείνο μισοτρομαγμένο πετά από δω κι από κει να βρει διέξοδο να φύγει.

Όσο περνά η ώρα, οι όγκοι των δέντρων μεγαλώνουν γύρω από το ανάκτορο. Αιωνόβια δέντρα, ποιος ξέρει από πότε, συντροφεύουν τους ανθρώπους. Τη νύχτα, σπίτι των πουλιών, θα στέκονται φρουροί και για τους ανθρώπους. Έχουν ρουφήξει το νερό του χειμώνα έτοιμα να το μετατρέψουν σε δροσιά το καλοκαίρι, όταν θα καθίζουν στον ίσκιο τους.

Η πρώτη δροσερή πνοή την κάνει να σφίξει στο σώμα της την εσάρπα. Μα γιατί αλήθεια σήμερα το βραδάκι νιώθει αυτό το περίεργο συναίσθημα; Μια περίεργη ανησυχία… Εκείνος ο βραδινός εφιάλτης ξανάρχεται στο μυαλό της. Ο υπόκωφος κρότος, οι τοίχοι που γκρεμίζονται, η φωτιά που απλώνεται παντού… Ναι, αυτός, ο εφιάλτης, είναι που την κάνει να βάζει στο μυαλό της δυσάρεστα πράγματα. Είναι δυνατόν ποτέ αυτός ο κόσμος να χαθεί; Μα θα φταίει εκείνος ο γέρος που της διηγήθηκε τις προάλλες ότι κάποτε, πολύ παλιά, αυτό το παλάτι δεν ήταν έτσι. Χτίστηκε στη θέση ενός άλλου, μετά από ένα πολύ δυνατό σεισμό, όταν η γη κάτω από τα πόδια των ανθρώπων άνοιξε και όλα πήγαιναν πέρα δώθε ζαλισμένα σαν να κάθονταν πάνω σε ένα δέντρο που κάποιος το κουνούσε από τον κορμό του. Στα ερείπια εκείνου του παλατιού βρίσκομαι τώρα, σκέφτηκε. Πάνω σε ψυχές ανθρώπων που θάφτηκαν στα ερείπιά του. Αυτό θα ήθελε να πει το όνειρό μου .. αλλά η φωτιά…;

Όχι, δεν μπορεί αυτός ο κόσμος…, όχι, δεν μπορεί να χαθεί για πάντα. Μάλλον η θεά έχει ανησυχήσει που έχουμε καθυστερήσει να ανεβούμε στο ιερό της. Ναι, αυτό θα είναι. Η θεά μάς υπενθυμίζει τις υποχρεώσεις μας. Δε θέλει τίποτε άλλο από τις προσφορές μας.. Ο χειμώνας φέτος ήταν μακρύς. Δύσκολο να σκαρφαλώσει κανείς στις απάτητες κορφές των βουνών για να την πλησιάσει. Και η άνοιξη άργησε να έρθει και περιμένει με ανυπομονησία. Αυτό θα είναι όλο. Πώς να χαθεί όλη αυτή η ομορφιά; Αλλά κι αυτά που διηγούνται οι παλιοί; Ότι τα παλάτια αυτά χτίστηκαν κάποτε μετά από μια μεγάλη καταστροφή. Είναι δυνατόν να ξανασυμβεί κάτι τέτοιο;

Ένας ξαφνικός φόβος την κυρίευσε. Ανέβηκε γρήγορα τις σκάλες του βασιλικού διαμερίσματος, διέτρεξε την κεντρική αυλή κι ανέβηκε στην αίθουσα των αξιωματούχων. Να προλάβει από κει να χαιρετήσει τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου στη δύση σα να τις έβλεπε για τελευταία φορά. Να δει στο τελευταίο αντιφέγγισμα του ήλιου στην κορυφή του Γιούχτα, απ’ όπου κατέβαιναν τα νερά πλούσιο ποτάμι μετά το τέλος του χειμώνα και προοιωνίζονταν πλούσια σοδειά. Η πιο ψηλή κορφή του άστραφτε. Κι εκείνος ψηλός, δυνατός και αγέρωχος, έδινε πάντα μια αίσθηση ασφάλειας. Απέναντί της ο λόφος. Τον έβλεπε καλά από δω, χαμηλός, μα και απαγορευτικός, προκαλούσε το βλέμμα να τον διαπεράσει, τη σκέψη να τον υπερβεί, για να βρει τι βρίσκεται πέρα απ’ αυτόν.

Οι πλάκες της δυτικής αυλής χρύσιζαν από τις πλαγιαστές ακτίδες του ήλιου. Είναι αυτές που τελευταίες θα κρατούσαν τη θέρμη του. Έτρεξε γρήγορα στη δυτική αυλή. Όταν κατέβηκε, πέταξε τα παπούτσια της κι ακούμπησε με τα γυμνά της πέλματα πάνω στις γυαλιστερές γυψόπλακες που άστραφταν. Μπορούσε να νιώσει τη ζέστη που άφηνε ο ηλιακός δίσκος φεύγοντας. Τώρα ακουμπούσε στο λόφο. Τον παρακολούθησε μαγεμένη να μικραίνει και να χάνεται. Όταν κρύφτηκε ολόκληρος, έτρεξε κι ακούμπησε το βωμό. Οι γυμνές, ζεστές ακόμα, πατούσες ακούμπησαν την πλάκα του θέλοντας να ενώσουν τη ζωογόνο δύναμη του ήλιου με εκείνη των θεών. Στάθηκε εκεί αρκετή ώρα, ώσπου η βαθιά πίστη της στη θεότητα καθησύχασε τους φόβους της. Όταν οι άτακτοι χτύποι της καρδιάς της ηρέμησαν, μάζεψε τα παπούτσια της με το χέρι και προχώρησε προς τα διαμερίσματά της.

Τα λυχνάρια είχαν ανάψει σιγά σιγά στα περισσότερα διαμερίσματα του μεγάρου. Ο φόβος υποχώρησε. Η ελπίδα και η πίστη για μια ακόμη φορά έδιωξε τους πρωτόγονους φόβους. Έπρεπε να αποδιώξει τους εφιάλτες. Η ζωή συνεχιζόταν και θα συνεχιζόταν για όσο ακόμα θα το ήθελαν οι θεοί.

Δεν υπάρχουν σχόλια: