Πρέπει να καταδυθείς στον υπόγειο ποταμό που κυλούσε εκατομμύρια χρόνια και που θα κυλά σιωπηλά, διακριτικά, αθέατος και μετά το σύντομο δικό μας πέρασμα απ’ αυτό τον κόσμο. Στραφταλίζουν, λάμπουν αστράφτουν, κι ας μην υπάρχει κανείς να τα δει και να τα θαυμάσει. Χωρίς πολλούς παρατηρητές, χωρίς να ζητούν δημοσίευση στη μοναξιά και στην απουσία των άλλων, με υπομονή και τέχνη δημιουργούν τα δικά τους θαύματα και περιμένουν… Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, στις σκοτεινές σήραγγες όπου δε φτάνει το λιγοστό φως της εισόδου, ο αρχέγονος φόβος ξυπνά.
Λιγοστός ο αέρας και συχνά αποπνικτικός. Ελάχιστη ή καθόλου φυτική και ζωική ύπαρξη. Το νερό και η πέτρα είναι οι κυρίαρχοι του χώρου. Συγκεκριμένα η πέτρα όπως το νερό τη χτίζει, την πλάθει, τη ζωγραφίζει, τη χρωματίζει. Εικόνες, σχήματα, κοιλότητες, εσοχές, δίπλες, κολώνες, ρυάκια, λοφάκια, στήλες ξεδιπλώνονται συνέχεια μπροστά μου. Αίθουσες μικρές και μεγάλες με ανοίγματα μικρότερα και ακόμα πιο μικρά που θ’ άξιζε για καθένα απ’ αυτά ν’ αφιερωθεί αρκετός χρόνος για τους αιώνες της διαδρομής τους να φτάσουν μέχρι εδώ και να μας πουν «να ‘μαι». Εδώ κι εκεί τραυματισμένοι σταλαγμίτες, σπασμένοι σταλαχτίτες κείτονται πτώματα νεκρά στο έδαφος έχοντας χάσει τη δυνατότητα να εξελιχθούν. Οι ακρωτηριασμένοι θα χρειαστούν χιλιετίες για να μεγαλώσουν μερικά εκατοστά.
Ένα σημείο σα ματωμένη κηλίδα∙ οξείδωση μου λέει η λογική, μα το χρώμα του το αμφισβητεί. Θέτω το δάχτυλο «επί τον τύπο των ήλων» και το φέρνω στο φως: διάφανο υγρό.
Ματώνουν άραγε τα σπήλαια;
Λοιπόν ματώνουν τα σπήλαια; Κόκκινες κηλίδες απλωμένες εδώ κι εκεί. Άλλοτε σαν πληγή που αιμορραγεί άλλοτε ως αίμα που εκτινάχθηκε και πιτσίλισε δεξιά κι αριστερά. Άλλοτε η πληγή χαίνουσα φαίνεται ανίατη κι άλλοτε το αίμα ξεραμένο από την πολυκαιρία στεγνό σαν κρούστα ξεφλουδίζει να πετάξει το νεκρό δέρμα για να μπορέσει ν’ αναπτυχθεί άλλο, υγιές, από κάτω. Πάνω στο αγνό τρυφερό άσπρο δέρμα των σπηλαίων, στην αστραφτερή ή ιριδίζουσα επιφάνειά τους μοιάζει σαν αποτρόπαιο έγκλημα που συντελέστηκε στα ξαφνικά.
Ξαφνικά γυρίζω προς τα πίσω και βλέπω μόνο σκοτάδι. Ο αρχέγονος φόβος ξυπνά. Προσπαθώ να συγκεντρώσω την προσοχή μου και το μυαλό μου στον κύκλο που ορίζει το φως του φακού. Ξαναβρίσκω τον έλεγχό μου. Με πιάνει όμως μια βιασύνη να βγω έξω. Ο φόβος μήπως ξαφνικά τελειώσουν οι μπαταρίες του φακού. Δύσκολα μπορώ πια να μείνω. Προχωρώντας σχεδόν τρέχοντας κινδυνεύω να πέσω στο επικίνδυνα γλιστερό έδαφος του σπηλαίου, καθώς μάλιστα τα παπούτσια μου έχουν σχηματίσει δεύτερη σόλα από τη λάσπη που κουβαλούν.
Πώς να τα εξερευνήσει κανείς όλα αυτά; Τι να δεις και τι ν’ αφήσεις; Πώς να προλάβεις να τα χαρείς;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου