O Χιουμ αμφισβητεί στην επιστήμη τη δυνατότητα να προσφέρει αξιόπιστη, έγκυρη και αντικειμενική γνώση, και συνακόλουθα να αποτελέσει οδηγό του ανθρώπου στην προσπάθειά του να προσεγγίσει το μέλλον.
Κατά την άποψή του, τα επιχειρήματα στα οποία στηρίζεται η επιστήμη για να καταλήγει σε λογικά συμπεράσματα είναι ανύπαρκτα και ό,τι η επιστήμη ονομάζει επιχείρημα (δηλαδή μια σειρά προτάσεων συνδεδεμένων λογικά μεταξύ τους χωρίς χάσματα με ένα αναγκαίο δεσμό), δεν αποτελεί για εκείνον παρά μια συνήθεια, ένα είδος συναισθήματος.
Όλοι οι πιθανοί συλλογισμοί, όλη η λογική διαδικασία που χρησιμοποιούν οι επιστήμονες για να καταλήξουν σε ένα συμπέρασμα, για εκείνον είναι ανύπαρκτοι, εφόσον δέχεται μόνο πληροφορίες που του φέρνουν οι αισθήσεις του, ιδέες, και τίποτα περισσότερο. Και όπως στη μουσική και στην ποίηση ακολουθούμε το γούστο μας, το ίδιο, ισχυρίζεται, πρέπει να ισχύει και στη φιλοσοφία, όπου πρέπει να ακολουθούμε το γούστο μας στις ιδέες: εφόσον δεν μπορούμε να ανιχνεύσουμε ένα αναγκαίο δεσμό που να συνδέει τα αισθητά αντικείμενα ούτε ισχύει κάποια αρχή, νόμος της φύσης, μόνο η συνήθεια, υποστηρίζει, είναι εκείνη που πρέπει να μας οδηγεί σε συμπεράσματα για τη σχέση τους.
Με βάση τα παραπάνω, αφού δεν ισχύει κανένας νόμος, δεν υπάρχει και αναγκαία σχέση και μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος. Ό,τι παρατηρήσαμε ότι ίσχυε στο παρελθόν, δεν υπάρχει καμιά εγγύηση ότι θα ισχύει και στο μέλλον.
Επομένως, αν αρνηθούμε στην επιστήμη τη δυνατότητα της επαγωγικής μεθόδου, τη δυνατότητα από τα γνωστά να αποφαίνεται και για τα άγνωστα, από τα γνωστά στοιχεία του παρελθόντος να αποφαίνεται για το άδηλο μέλλον, αυτό το μέλλον κάτω από τέτοιες συνθήκες φαντάζει σκοτεινό και αόριστο, φοβερό και απειλητικό. Η κατάρριψη της επαγωγικής μεθόδου αφαιρεί από την επιστήμη το μεθοδολογικό της υπόβαθρο και για τον άνθρωπο που στηριζόταν στην επιστημονική γνώση σημαίνει μια κατακόρυφη πτώση από ύψος χιλιάδων ποδιών στο κενό.
Η επαγωγή ξεκινώντας από τη γνώση μας για τα επιμέρους, τον περιορισμένο χώρο, πετυχαίνει με το άπλετο φως του να φωτίσει έναν απέραντο χώρο. Ό,τι παρέμενε σκοτεινό και άγνωστο, γίνεται οικείο, προσιτό, προσεγγίσιμο και προβλέψιμο. Δε χρειάζεται να έχεις τη μαντική δύναμη του θεόπνευστου μάγου ή του ίδιου του θεού για να μπορείς να προσδιορίζεις το μέλλον. Αρκεί η γνώση και η εφαρμογή των βασικών όρων της λογικής διαδικασίας, του συλλογισμού για να το επιτύχει ο καθένας από μας. Με την ξαστεριά του πνεύματός του κατάφερε να απαλλαχθεί από φόβους, προκαταλήψεις, να ξεφύγει από εκμεταλλευτές της άγνοιάς του, ώστε στηριζόμενος με εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του να μπορεί να ατενίζει με ελπίδα και αισιοδοξία το μέλλον.
Έτσι για παράδειγμα η Δομική Ιστορία θέτει τις επιστημονικές μεθόδους στην υπηρεσία του ανθρώπου, όταν αναζητώντας το γιατί, την αιτία, ως το βασικό στοιχείο για να εξηγήσει ικανοποιητικά και σε βάθος, ολόπλευρα, το ιστορικό γεγονός και εφαρμόζοντας επαγωγικά κάποιους νόμους, επιχειρεί να επαναληφθούν στο μέλλον θεμιτές ενέργειες του παρελθόντος ή να αποφευχθούν ανεπιθύμητες. Οι κερδηθείσες γνώσεις, όχι μόνο στην ιστορία, αλλά σ΄ όλες τις κοινωνικές επιστήμες, τίθενται στην υπηρεσία του ανθρώπου, για την καλυτέρευση της ζωής του,(αλλά και για το αντίθετο).
Η επιστήμη αποδεσμεύει τον άνθρωπο από την υποχρέωση και εξάρτηση σε κάποιο ανώτερο, άγνωστο και απρόσιτο ον (ενόραση), του οποίου τη δύναμη δεν μπορεί να προσεγγίσει, ώστε η ανασφάλεια και ο φόβος απέναντί του αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την πρόοδό του. Τον προστατεύει επίσης από τον κίνδυνο επιτηδείων που εκμεταλλεύονται την έμφυτη επιθυμία του για τη γνώση, οι οποίοι παρουσιάζονται ως χαρισματικοί κάτοχοί της και επομένως σωτήρες του.
Για αιώνες ολόκληρους ο άνθρωπος αξιοποιώντας τις προηγούμενες γνώσεις (της επιστήμης) μπορεί κάθε φορά να κάνει ένα βήμα πιο πέρα από εκεί που οι προηγούμενοι είχαν σταματήσει, κερδίζοντας έτσι συνέχεια έδαφος. Κάθε νέα γνώση με τη σειρά της και με την ίδια διαδικασία αποτελεί το εφαλτήριο για άλλες προσεγγίσεις και κατακτήσεις του ανθρώπου. Έτσι η επαγωγή χαρίζει στην επιστήμη το όχημα που με ιλιγγιώδη ταχύτητα διανύει την απόσταση που τη χωρίζει από τη γνώση. Η αλήθεια και η εγκυρότητα που επιτυγχάνεται με τον τρόπο αυτό είναι απόλυτη, τηρουμένων των αναγκαίων όρων του συλλογισμού.
Σ΄ αυτή τη διαδικασία προσέγγισης της γνώσης ο Χιουμ βάζει τροχοπέδη. Κάθε προηγουμένως αποκτηθείσα γνώση παρουσιάζεται μάταιη και ανώφελη, αφού δεν μπορεί να συμβάλλει στην περαιτέρω απόκτηση γνώσεων. Η αμφισβήτηση της γνωστικής δυνατότητας που μας παρέχει η επιστήμη δεν αναιρεί απλώς την επιστήμη, αλλά στερεί εξολοκλήρου στον άνθρωπο τη δυνατότητα του να γίνει ο ίδιος ο κατακτητής, κάτοχος και διαχειριστής της γνώσης του.
Από την άλλη πλευρά όμως η επιστημονική γνώση ως καρπός των περιορισμένων ανθρώπινων δυνάμεων υπόκειται σε ελλείψεις, αδυναμίες και ο σκεπτικισμός του Χιουμ, αν δεν ήταν ακραίος, την προσγειώνει και την καθιστά επιφυλακτική. Την προτρέπει να εργάζεται με προσοχή, να ασκεί την αυτοκριτική της, να επισημαίνει τα λάθη της και να διορθώνεται.
Είναι όμως η γνώση που μας παρέχει η επιστήμη απόλυτη; Έχει φτάσει σ΄ αυτό το επίπεδο κατακτήσεων; Κι αν δεν το έχει καταφέρει μέχρι τώρα, έχει τις προϋποθέσεις να το καταφέρει στο μέλλον; Είναι στο πλαίσιο των ανθρώπινων δυνατοτήτων κατακτήσει τη γνώση, ή αυτό οφείλεται στη χάρη ενός ανώτατου όντος να τον κατακτήσει κοινωνό της θείας γνώσης;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου