Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011

ΠΟΤΝΙΑ ΘΗΡΩΝ

Η Χλόη Κουτσουμπέλη είναι η ποιήτρια που στα ποιήματά της κυκλοφορούν ζώα κάθε λογής και κάθε περιβάλλοντος. Σπάνια θα βρεις ποίημα χωρίς αναφορά σε κάποιο ζώο. Κάποια απ΄ αυτά, όπως το πρώτο που παραθέτω,  χρησιμοποιούν τον κόσμο των ζώων ως το κατεξοχήν  τοπίο των συμβολισμών.  Ο ίδιος ο ποιητικός χώρος είναι ένα πεδίο όπου η έμπνευση επιφέρει το αποτέλεσμά της με μια ζωώδη συμπεριφορά, πράγμα που μπορεί να ερμηνευτεί ως φυσική και αβίαστη, αλλά και ενστικτώδης, όσο να αποκτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς κάθε ζώου.
Απολαύστε μερικούς (σκόρπιους, ομολογώ, και ασύνταχτους) στίχους.

Τα ποιήματα
 Υπάρχουν ποιήματα φάλαινες
που κυνηγάς για πάντα στην ομίχλη
κι άλλα παιχνιδιάρικα ρακούν
που εμφανίζονται τυχαία
μια μέρα στην αυλή σου.
Άλλα πάλι είναι ζέμπρες
με ρίγες λευκού που διαδέχεται το μαύρο
και άλλα λιβελούλες με εύθραυστα φτερά
που μπορείς να τα διαβάζεις μόνον στη σιωπή.
Κάποια είναι τυφλοπόντικες
σκάβουν μέσα σου αθόρυβα λαγούμια
και μερικά πύρινες τίγρεις
που καίνε τα πάντα καθώς τρέχουν.
Διάβαζε τα ποιήματα αναγνώστη
χάιδεψέ τα αν θέλεις στοργικά,
ποτέ όμως μην νιώσεις ασφαλής μαζί τους.
Γιατί πίσω από τα κόκκαλα
την σάρκα τα φτερά
κρύβεται πάντα ένα στόμα ανοιχτό
που κάποια στιγμή θα σε προδώσει.

Ή η συμπεριφορά παρουσιάζεται ανάλογη με εκείνη των ζώων, αν και αυτά δεν κατονομάζονται.

Το κατοικίδιο τέλος
Υπάρχουν άνθρωποι που
σέρνουν μαζί τους ένα τέλος.
Κουλουριάζεται στα μάτια τους,
κοιμάται στο κρεβάτι τους
τρέφεται την σκιά τους.
Αυτοί το χαιδεύουν τρυφερά
κι αυτό πίνει αίμα απ΄ τις φλέβες
ξεσκίζει με τα γαμψά του σίγμα
όποιον τους αγγίξει.
Γιατί ότι είναι για τους άλλους η αρχή
γι αυτούς είναι ο κύκλος του θανάτου. 


Θα έλεγα ότι τις περισσότερες αναφορές τις δέχεται ο χώρος των πτηνών, των ιπτάμενων όντων ως μέσων διαφυγής ή προικισμένων με ιδιαίτερες ικανότητες, δεν παραγνωρίζονται όμως οι ιδιότητες των πιο άγριων του ιπτάμενου βασιλείου.

Τα αποδημητικά αεροπλάνα
πέταξαν σε σμήνη/
 σαν σπασμένη φτερούγα πουλιού/
που όταν ένα πουλί φτερουγίσει στα βλέφαρα του ενός
ο άλλος νιώθει ένα φιλι στα μάτια./
Πάνω μου κάποιος γράφει
με τα πόδια ενός πουλιού/
και μικρές πεταλούδες άγγιζαν
την φλόγα ενός κεριού/
έτρωγαν σε οικογενειακό τραπέζι γαλοπούλα/
Πριν φύγω προσευχήθηκα στο Φίδι το Ιερό
οι μέλισσες γύρισαν στην κυψέλη χωριστά/
δύο μέλισσες που δραπετεύουν από ποίημα/
Φορώ τις μέλισσές σου στον λαιμό μου./
Δύο μέλισσες
ηλιοστάλακτες/
Μωβ πεταλούδες αγγίζουν τα νερά του./
Ροζ φλαμίνγκο χαϊδεύουν τις όχθες του/
μια αμοιβάδα, μια χρυσαλλίδα/
Ο αδελφός μου ήταν κύκνος,
κρυστάλλινος και διάφανος,/
στο αχνιστό σπίτι με τους κύκνους/
Πριν από χρόνια ήμουν γοργόνα
ύστερα λάσπη, πουλί,
μέδουσα, αμοιβάδα, νυχτερίδα/
κρατώ στο χέρι νυχτερίδες σκοταδιού,
μα στα μαλλιά μου
πυγολαμπίδες φέγγουν. /
ένα ξύλινο φέρετρο με ζώα και πουλιά/
Γύπες θα κυκλώνουνε τα τρένα/
ενώ οι γύπες κάθε μέρα αφαιρούν
παράθυρα, σκεπή, αύριο την πόρτα/

Ο χώρος των ψαριών δεν παραμελείται.
Ψάρι που λαχταρά
ενώ χίλια μάτια πελώρια κουνούπια/
Δεν θέλω να γίνουν τα φιλιά μας
πορτοκαλί χρυσόψαρα
…..
αλλά ασημένιοι σολωμοί
να κολυμπούν αντίθετα στις φλέβες σου
Γυναίκα-ψάρι
Στιλπνή είμαι, ασημένια,
ψάρι είμαι, ξεγλιστρώ.
….
Όμως ούτε γυναίκα είμαι, ούτε ψάρι
μα και τα δυο μαζί.
Και δεν είναι δική μου μόνο αυτή η ιστορία.
Είναι και της γυναίκας-χιόνι
της γυναίκας σαύρα, της γυναίκας αετός
…..
Είμαι γυναίκα-ψάρι.
Όταν πεθάνω, θα κολυμπώ στ' αστέρια.


Πέρα από το  κριτήριο του χώρου ενδιαίτησης θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι το βασικότερο σχετίζεται με τη φίλα ή εχθρική σχέση, την ακίνδυνη ή επίπονη στάση προς τον άνθρωπο που έχουν τα ζώα που παρατίθενται, όχημα μεταφοράς των συναισθημάτων της ποιήτριας.
Το αίσθημα που μένει από την ανάγνωση είναι το κτηνώδες, σκληρό και άγριο, που στερείται τρυφερότητας.

Στο βωμό τυφλός ιερέας θυσίαζε ελάφι/
 ένα φίδι ξεπήδησε από παλιά βιβλία/
Του είχε χαρίσει ένα χαμόγελο
μικρό καγκουρό/
Σε δάσος σκοτεινό
μαύρες αρκούδες που κοιμούνται
Τις νύχτες οι αρκούδες ξυπνούν/
Κροκόδειλοι με κατασπαράζουν κάθε νύχτα.
Καμία σχέση με τα ψαράκια του γλυκού./
μα ο πιο όμορφος χορός
ενός λύκου που ουρλιάζει στο σκοτάδι/
Είναι άγρια σκυλιά που αλυχτούν./
Στην αυλή τα περιττώματα του σκύλου κέρβερου
σάπια ξεκοιλιασμένα πορτοκάλια
ξανθές κατσαρίδες κήπου
που έβγαιναν τούφες απ’ τις υδρορροές
και στο δωμάτιο σκνίπες από σκόνη./
Ήταν εκείνο το ελάφι μέσα της/
δεν εξόντωσε τα άλογα/
ήξερα πώς να παίζω με τους ταύρους/
και σφίγγω το πάνινο αρκουδάκι μου./
ταυροκαθάψια, σκηνές από κυνήγι βούβαλου/
η κόκκινη λάμψη της αλεπούς/
θα γίνει μια μικρή κόκκινη αλεπού /
κυλιούνται σαν λιοντάρια στην αρένα
σπαρτάριζα σαν ψάρι στη στεριά. /
 (ένα δελφίνι που κολυμπάει στο χρόνο) /

Ιεροτελεστία ΙΙ
 Γυναίκα σε καθρέφτη.
 Φοράει μαύρες κάλτσες,
νυχτερίδες στο χιόνι του κορμιού της.
Ένας άντρας στέκεται κοντά της.
Δεν φαίνεται η αντανάκλασή του στο γυαλί.
Τα μάτια του έχουν ήδη φύγει.
Δεν μπορεί να δει
το τρίγωνο του φόβου της
τα ελάφια των ματιιών της
τα σπαρταριστά περιστέρια των δαχτύλων της.

Θα κλείσω μέσα σε ζευγάρια όλα τα είδη της αγάπης μου.
Τα παχύδερμα απογεύματα χωρίς εσένα
που περπατούν αργόσυρτα
τινάζοντας τις προβοσκίδες στον αέρα
τις αγριόχηνες των φιλιών
που ποτέ δεν άγγιξαν τα χείλη μου
τις λαίμαργες ύαινες του πόθου μου
τους σκορπιούς της απουσίας σου».
Ίσως επειδή φορούσε πάντα μαύρα,
ή έβαφε με κάρβουνο τα μάτια
ή είχε μια γάτα έβενο γύρω απ' το λαιμό
λευκό το δέρμα, φόρεμα η νύχτα,
ή ίσως έφταιγε εκείνη η παράξενη συνήθεια
να οδηγεί ένα λεωφορείο
 με κοράκια

έχασε τις χώρες και τα θαύματα
τους πλουμιστούς λαγούς με τα ρολόγια
….
ποιος θα την χρησιμοποιήσει ηρωίδα
σε ιστορίες με κουνέλια


Σάββατο 26 Μαρτίου 2011

φως


Μου φτάνει το φως∙
το λευκό  του
είν’ ο κόσμος μου.

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011

Σκιές στο ανάκτορο της Κνωσού

  Έρπουν αθόρυβα. Χωρίς πόδια. Προχωρούν πόντο πόντο. Αγγίζουν χωρίς αφή. Ακουμπούν το δάπεδο με τις φαρδιές πέτρινες πλάκες. Ζεσταίνουν την επιφάνειά του. Με την  τελευταία θέρμη που τους απόμεινε. Μετακινούνται προς την ανατολή. Κοντεύουν να αγγίξουν τον πολύχρωμο τοίχο της ανατολικής πλευράς του ανακτόρου, που με την αφή τους αποκτά νέα λάμψη. Δυσκολεύονται ν’ αποφασίσουν να εγκαταλείψουν το λαμπρό ανάκτορο που για ώρες συντρόφευαν παραχωρώντας τη σκυτάλη στη σελήνη. Οι τελευταίες ηλιακές ακτίνες αυτής της μέρας ψυχορραγούν.
   Κινήθηκαν με τον άνεμο, χόρεψαν στο ρυθμό του. Λύγισαν τους ακίνητους λόφους ν’ ακουμπήσουν  στη σκεπή του. Πέταξαν τα σύννεφα πάνω στους τοίχους, στα δέντρα ή στο δάπεδο. Έκαναν  τεράστια τα διπλά κέρατα στη νότιο είσοδο, απλώνοντας με  τις μυτερές αιχμές τους  τη δύναμη του ανακτόρου. Περνώντας από το βόρειο πρόπυλο πλήθυναν τα σκαλοπάτια ανοίγοντας νέους δρόμους.
   Γιγάντωσαν τα δέντρα.  Σκέπασαν το ανάκτορο με τον ελαιώνα της δυτικής αυλής. Γέννησαν νέους τοίχους και  πτέρυγες. Άλλαξαν το σχήμα και το μέγεθός τους. Ακολούθησαν τους ανθρώπους από όλες τις πλευρές. Ζωντάνεψαν τα εργαλεία του. Έπλασαν   τρομακτικές μορφές, τρόμαξαν τα μικρά παιδιά ή  προκάλεσαν γέλιο με νέες φιγούρες.
   Ανέβηκαν στις ανάγλυφες τοιχογραφίες. Ζωντάνεψαν τον πρίγκιπα στο νότιο πρόπυλο, άγγιξαν τις αδρές γραμμές των σκελών, κόλπωσαν το ζώμα στο δαχτυλίδι της μέσης του, άστραψαν τη σφιγμένη  γροθιά του. Άπλωσαν τα κρίνα και τα φτερά από το  κεφάλι του ν’ ανεμίζουν πολύ μακρύτερα από το  κεφάλι του.  
   Ένα μέρος της ζωής και της κίνησής του το ανάκτορο το έπαιρνε από το  φως και τις σκιές του. Κάποια στιγμή εξαφανίστηκαν έτσι απλά αφήνοντάς τα ακίνητα. Κι όλα πήραν τη γνωστή τους θέση, τη λογική τους σειρά. Όλα μπήκαν στην πραγματικότητά τους. Έμειναν με τη μοναξιά της μιας  ύπαρξης. Έχασαν την ευκαιρία μιας ακόμα ύπαρξης: του εαυτού τους.

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

Δία Σελήνη


   To φως είχε αρχίσει να χάνεται επικίνδυνα, όταν το μακρύ φόρεμα ακούμπησε το πρώτο φαρδύ σκαλί του μεγάλου κλιμακοστάσιου. Η βασίλισσα με μια χαριτωμένη θηλυκή κίνηση το κράτησε απαλά με το ένα χέρι, να μην ακουμπήσει στο αλαβάστρινο πάτωμα,. Όχι από φόβο μήπως  λερωθεί. Περισσότερο από μια συνήθεια,  που έδινε κίνηση στο φόρεμα, αλλά και στο ίδιο το σώμα. Η μέση λύγισε απαλά, καθώς οι μηροί λύγιζαν ανάλαφρα για να ανεβούν τα χαμηλά πλατειά σκαλοπάτια. Ήδη ο βασιλιάς προχωρούσε λίγα βήματα παραπάνω.
   Αυτό το απόβραδο τα λυχνάρια δεν είχαν ανάψει. Το φως ερχόταν μόνο από ψηλά. Καθώς ακολουθούσε τους ελιγμούς της σκάλας στα απανωτά επίπεδα του ανακτόρου, το φως της ημέρας που ψυχορραγούσε τιναζόταν στους εσωτερικούς  τοίχους. Όσο ανέβαιναν, η έντασή του δυνάμωνε. Μαζί ζωήρευε και η ταχύτητα των ποδιών, λες και βιάζονταν να το προλάβουν  μη χαθεί. Όταν πλησίαζαν στον  τελευταίο  όροφο πριν την κεντρική αυλή, ο άρχοντας σταμάτησε. Γύρισε προς το μέρος της,  παραμέρισε και την άφησε να περάσει. Εκείνη συνέχιζε, ενώ στ’ αυτιά της έφτανε ένα σύρσιμο από ψιθύρους που προέρχονταν από την αυλή. Όταν εμφανίστηκε, δυνάμωσαν, όχι όμως σε ένταση. Σε πλήθος.
   Ο άνακτας  προχώρησε και κάθησε στο εδώλιο που είχε μεταφερθεί γι’ αυτή την περίσταση μπροστά στη αίθουσα του θρόνου με κατεύθυνση προς τον απέναντι λόφο που έβλεπε στη ανατολή.  Όλοι οι παρευρισκόμενοι είχαν τον ίδιο προσανατολισμό. Ο ήλιος πίσω τους χάιδευε τις τελευταίες κορυφές των δέντρων.
   Στο νότο η κορυφή του Γιούχτα άχνιζε από ένα θαμπό άσπρο φως. Ένα ελαφρύ ρόδισμα είχε αρχίσει να γλείφει τον ανατολικό λόφο. Οι ψίθυροι σταματούσαν σιγά σιγά. Μπορούσες να νιώσεις τη αγωνία της σιωπής, καθώς οι ακτίνες πέθαιναν πίσω από τη πλάτη τους. Χρειάστηκε  χρόνος  λίγων μόνο αναπνοών για τα βλέμματα που ήταν σταθερά στραμμένα στην  ανατολή. Για τα χείλη που είχαν μείνει ασυναίσθητα μισάνοιχτα. Για την προσοχή που είχε ενταθεί. Για τη προσδοκία που έγινε προσμονή. Για τη βασανιστική αναμονή.
   Το  τεράστιο λυχνάρι της νύχτας έγλειψε την πιο ψηλή ράχη του ανατολικού λόφου. Αυτού που έκρυβε τη θέα. Που μεγάλωνε την προσμονή. Οι ακτίνες του χύθηκαν, αναιμικές στη αρχή κι έπειτα  γεμάτες αυτοπεποίθηση. Στους λόφους. Στα μακρύτερα βουνά. Στο Γιούχτα που για λίγο  μόνο είχε στερηθεί τη λάμψη του ήλιου. Τώρα η νυχτερινή θεά με μια κοκκινωπή αχλύ ζέσταινε τις πλευρές του. Αγέρωχος ξαναβρήκε τη αίγλη του. Ο θεός ξαπλωμένος χαλαρά ύψωνε ατίθασα τη μύτη στο  πρόσωπο της νύχτας. Η φωτεινή όψη της ημέρας μεταμορφωνόταν σιγά σιγά σ΄ ένα ηδονικό προφίλ.
   Όταν η θεά της νύχτας  κοίταξε προς το παλάτι, η  εκκωφαντική σιωπή έγινε ακράτητη κραυγή.

Χαίρε, βασίλισσα
Λευκοχέρα Θεά  
Θεϊκή Σελήνη
Πάνσοφη
Βασίλισσα του ουρανού!
Ήλθες! 
Είσαι μαζί μας!
Σ΄ ευχαριστούμε!

    Με έκφραση εκστατική. Τα χέρια υψωμένα. Τα χείλη ανοιγμένα. Τα βλέμματα στραμμένα ψηλά. Τα μάτια διάπλατα.  Όρθιοι όλοι μαζί χαιρετούσαν τη στρογγυλή θεά. Φώναζαν ρυθμικά, κουνιούνταν στο ρυθμό του χαιρετισμού. Τίναζαν τα χέρια, τον κορμό, το σώμα ολόκληρο. Μέσα τους παλλόταν η ζωή που είχε συμπληρώσει τον κύκλο της αναμονής και τώρα ολοκληρωμένη μπορούσε να δοθεί σ’ αυτή  για την οποία  τη φύλαγαν. Μια κινούμενη λαοθάλασσα πήγαινε κι ερχόταν, σειόνταν και παλλόταν, ανάπνεε και ξεφυσούσε τους ύμνους και  τις ευχαριστίες που κρατούσε στα πνευμόνια. Έδινε αυτό που χρωστούσε στη Σελήνη ως αντάλλαγμα για τα δώρα που είχε δεχτεί.

   Και τότε  η  βασίλισσα πήρε τη θέση της στο κέντρο της αυλής. Ξεκίνησε αργά στην αρχή. Σιγανά.  Άπλωσε  το ένα χέρι ν’ ανεμίζει χαλαρά στο πλευρό. Ύψωσε το άλλο απέναντι του. Ελαφρά λυγισμένο στον αγκώνα στο ύψος του ώμου. Τα δάχτυλα μισόκλειστα στη χούφτα. Η παλάμη να κοιτάζει στον ουρανό, έτοιμη να μαζέψει το φεγγαρόφωτο, να το χωρέσει μέσα στα δάχτυλα και να τυλίξει μ’ αυτό το σώμα.  Οι βραχίονες  ανέμιζαν στον αέρα, οι χούφτες κολυμπούσαν στα φωτεινά κύματα, το σώμα κινούνταν αργά. 

Μερικές κοπέλες σηκώθηκαν γύρω της. Τα φορέματα πήγαιναν κι έρχονταν, ακολουθούσαν το κορμί στους δρόμους του, υψώνονταν μαζί με τα χέρια, ανάπνεαν μαζί με το δέρμα. Τα μαλλιά αιωρούνταν απαλά στους ώμους και στην πλάτη, φτερούγιζαν γύρω από το  σώμα σε μια εναέρια ανοδική κίνηση. Ο λαιμός με μια ελαφρά κλίση αποδοχής ενέκρινε τη θεία δωρεά. Τα νεανικά στήθη  απλώνονταν μπροστά από το μισάνοιχτο μπούστο που έσφυζε από χυμούς κηρύσσοντας τη διάθεση, προσφέροντας υπόσχεση γονιμότητας.

   Νέα κύματα κοριτσιών κινήθηκαν στον ανοιχτό χώρο επαναλαμβάνοντας τις ίδιες φιγούρες, κι έπειτα κι άλλα κι άλλα. Πιάστηκαν με τα χέρια απλωμένα σε μια ευθεία από τον ώμο μεταξύ τους και γύρω τους απλώθηκε ένας ακόμη κύκλος  κι έπειτα κι άλλος κι άλλος, ένα φαρδύ περιδέραιο από γυναίκες κοσμούσε σώμα της γης, στολίδι και τάξη σε συμφωνία με την αρμονία του σύμπαντος, δρομολογούσε την πορεία της ζωής και  αποτελούσε εγγύηση για τη διαιώνισή του. Όλος ο γυναικείος πληθυσμός είχε αποφασίσει αυτό το βράδυ να βγει από τα δώματά του, να ενωθεί με τη θεά της νύχτας, να γίνει η θεότητα  του βασιλείου.

   Ο χορός εξελισσόταν σε φάσεις αντίστοιχες με τον κύκλο της νυχτερινής θεάς. Ή ένταση, ο ρυθμός, η στάση του σώματος, η μουσική, η συμμετοχή του πλήθους, ακολουθούσε τις φάσεις εμφάνισης και απώλειας της σελήνης  από το  ουράνιο στερέωμα.

   Οι άνδρες όταν ο χορός έφτασε στην κορύφωσή του σηκώθηκαν όρθιοι. Ύψωσαν και τα δυο χέρια ψηλά σε χαιρετισμό του άλλου τους μισού, να το διαβεβαιώσουν ότι είχαν τη γνώση της φύσης, την αναγνώριζαν, την αποδέχονταν και τη χαιρετούσαν  με ευγνωμοσύνη, γιατί ήταν εκείνο που θα έδινε ζωή στο σπόρο τους.  Ήταν η τελετή που προετοίμαζε το χωράφι και το έκανε γόνιμο, έτοιμο να υποδεχτεί το σπόρο, όταν θα έφτανε η κατάλληλη ώρα.

  Το ανάκτορο απόψε γιόρταζε τις θηλυκές θεές που είχε αφήσει στη θέση της στη γη η ουράνια θεά, όταν διάλεξε τον ουρανό για μόνιμη κατοικία της. Μια  φορά το μήνα οι γυναίκες θυμούνταν ότι ήταν οι κόρες της. Μάζευαν τη δύναμή της και την καταχωρούσαν στο σώμα τους. Το φως μέσα στην κιβωτό του σώματος θα μετουσιωνόταν σιγά σιγά σε ουσία αιμάτινη, θα έμενε εκεί να θρέψει το σπόρο,  μέχρι να τον δώσει ζωντανό και πάλι στο φως του ήλιου. Μέχρι τότε θα έμενε κρυφή στο σκοτάδι.

  Όλα απέδιδαν στη γυναίκα το σεβασμό και την τιμή που άξιζε στη θεϊκή φύση τους. ‘Όλα είχαν γίνει μια τελετή μίμησης του κύκλου της γονιμότητας, που θα κάρπιζε το σώμα, όταν θα έφτανε η ώρα του.

*Από τον Ομηρικό Ύμνο στη Σελήνη

Σάββατο 12 Μαρτίου 2011

λέκτρων δολίαν


ἀνυμέναιος, <ὦ> σύγγον᾽, Ἀχιλλέως
ἐς κλισίαν λέκτρων
859 δολίαν ὅτ᾽ ἀγόμαν
Ευριπίδη, Ιφιγένεια η εν Ταύροις

η δολοφονία του Αγαμέμνονα
Χρόνια περίμενα
το κόκκινο χαλί να στρώσω
και τον ψεύτικο το γάμο
στην Αυλίδα
να τιμήσω
με «διπλήν  πληγήν»∙
για κείνην
και για μένα.
Δυο  οι γάμοι
-οι μόνοι αληθινοί-
που περιμένουν,
του στρατηλάτη με το χάρο
κι ο δικός μου  έπειτα∙
ας μη γελιέμαι.
Γαμήλιος  χορός θανάτων.

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011

στην Πηνελόπη

Αγαπημένη Πηνελόπη,
Ζυμώνεις
τα δάκρυά σου με τις  εποχές
και υφαίνεις
τους δρόμους της επιστροφής,
καθώς κοιτάς
τα γένια  να μαυρίζουν
το μάγουλο του Τηλέμαχου.

Σε μας  οι τσακωμοί των ευγενών
οι νεκρικές πυρές και τα επιτάφια άθλα
Η Ελένη  -κανείς μας δεν την είδε-
ζεσταίνει, λένε, ακόμη του Πάρη το κρεβάτι.

Θυμάσαι που κάποτε
έκανα τον  τρελό για χάρη σας;