Έρπουν αθόρυβα. Χωρίς πόδια. Προχωρούν πόντο πόντο. Αγγίζουν χωρίς αφή. Ακουμπούν το δάπεδο με τις φαρδιές πέτρινες πλάκες. Ζεσταίνουν την επιφάνειά του. Με την τελευταία θέρμη που τους απόμεινε. Μετακινούνται προς την ανατολή. Κοντεύουν να αγγίξουν τον πολύχρωμο τοίχο της ανατολικής πλευράς του ανακτόρου, που με την αφή τους αποκτά νέα λάμψη. Δυσκολεύονται ν’ αποφασίσουν να εγκαταλείψουν το λαμπρό ανάκτορο που για ώρες συντρόφευαν παραχωρώντας τη σκυτάλη στη σελήνη. Οι τελευταίες ηλιακές ακτίνες αυτής της μέρας ψυχορραγούν.
Κινήθηκαν με τον άνεμο, χόρεψαν στο ρυθμό του. Λύγισαν τους ακίνητους λόφους ν’ ακουμπήσουν στη σκεπή του. Πέταξαν τα σύννεφα πάνω στους τοίχους, στα δέντρα ή στο δάπεδο. Έκαναν τεράστια τα διπλά κέρατα στη νότιο είσοδο, απλώνοντας με τις μυτερές αιχμές τους τη δύναμη του ανακτόρου. Περνώντας από το βόρειο πρόπυλο πλήθυναν τα σκαλοπάτια ανοίγοντας νέους δρόμους.
Γιγάντωσαν τα δέντρα. Σκέπασαν το ανάκτορο με τον ελαιώνα της δυτικής αυλής. Γέννησαν νέους τοίχους και πτέρυγες. Άλλαξαν το σχήμα και το μέγεθός τους. Ακολούθησαν τους ανθρώπους από όλες τις πλευρές. Ζωντάνεψαν τα εργαλεία του. Έπλασαν τρομακτικές μορφές, τρόμαξαν τα μικρά παιδιά ή προκάλεσαν γέλιο με νέες φιγούρες.
Ανέβηκαν στις ανάγλυφες τοιχογραφίες. Ζωντάνεψαν τον πρίγκιπα στο νότιο πρόπυλο, άγγιξαν τις αδρές γραμμές των σκελών, κόλπωσαν το ζώμα στο δαχτυλίδι της μέσης του, άστραψαν τη σφιγμένη γροθιά του. Άπλωσαν τα κρίνα και τα φτερά από το κεφάλι του ν’ ανεμίζουν πολύ μακρύτερα από το κεφάλι του.
Ένα μέρος της ζωής και της κίνησής του το ανάκτορο το έπαιρνε από το φως και τις σκιές του. Κάποια στιγμή εξαφανίστηκαν έτσι απλά αφήνοντάς τα ακίνητα. Κι όλα πήραν τη γνωστή τους θέση, τη λογική τους σειρά. Όλα μπήκαν στην πραγματικότητά τους. Έμειναν με τη μοναξιά της μιας ύπαρξης. Έχασαν την ευκαιρία μιας ακόμα ύπαρξης: του εαυτού τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου