«Την «εξομολόγηση μιας τελείας» ευτύχησα να την ακούσω φέτος το χειμώνα στο Ηράκλειο από τον ίδιο το Λουδοβίκο μ’ εκείνη τη λεπτή αίσθηση αντίληψης των πραγμάτων που διαθέτει.
Η εξομολόγηση μιας τελείας.
Ήθελα να έχω πιο πολύ μπόι
μ ‘ενοχλεί που πάντα μπροστά μου
υψώνεται ένα κεφαλαίο γράμμα.
Είμαι χαρούμενη που οι ερωτευμένοι
δεν με ξέρουν και περήφανη
που με επιλέγει η σιωπή.
Στα νιάτα μου έκανα και εγώ
την επανάστασή μου
και το μόνο που κατάφερα
ήταν να γίνω μια άνω τελεία.
Όσο για το όνομα μου..
ήθελα ο τόνος να είναι στο έψιλον.
Το ερωτηματικό γυρνάει και της λέει:
κρυφάκουσα την εξομολόγησή σου
και θέλω να σου πω πως
εγώ στο σπίτι μου σε έχω κορώνα.
Ψηλά, ψηλά στον τοίχο ένα καρφάκι
και από κάτω ένα γαντζάκι
να κρεμούν οι άνθρωποι τις απορίες τους.
Λουδοβίκος των Ανωγείων
Για τα σημεία στίξης, από πού να αρχίσει κανείς και πού να τελειώσει…
Μιλούν με τη σιωπή, με την παρουσία και την απουσία σους με τη μηδαμινή έκτασή τους με την παραίτησή τους σ’ εμάς που αποφασίζουμε αν , πότε και πώς θα τα χρησιμοποιήσουμε. Είναι εκεί και περιμένουν. Εμάς. Υπομονετικά. Παθητικά ίσως. Με φόβο και ανησυχία. Ίσως και με ελπίδα να τους δώσουμε φωνή. Να δικαιώσουν την ύπαρξή τους. Να βγουν από την αφάνεια. Υπάρχουν όσο υπάρχουμε, όσο τα γνωρίζουμε κι όσο τα χρησιμοποιούμε.
Υπάρχουν κι εδώ ισχυροί και αδύναμοι. Αυτοί που έχουν το απόλυτο δικαίωμα να κλείσουν την πόρτα σ’ ένα δωμάτιο της σκέψης και ν’ ανοίξουν ένα άλλο. Άλλα αποτελούν απλώς υπηρετικό, βοηθητικό προσωπικό που εξυπηρετούν τους ανώτερους. Σύντομος ή μακρύς (μακροπερίοδος) ο λόγος που εμπεριέχεται ανάμεσα σε δυο ισχυρά σημεία στίξης (τελεία, ερωτηματικό, θαυμαστικό). Ας ξεκινήσουμε με τους ισχυρούς λοιπόν. Ούτως ή άλλως πάντα έτσι δε συμβαίνει στη ζωή μας;
Τελεία… Ποιος θα το’ λεγε ότι αυτή, η τόσο ασήμαντη, η τόσο μικρή, που τοποθετείται τόσο χαμηλά, που θα μπορούσε κανείς να την προσπεράσει χωρίς να τη δει, είναι η βασίλισσα όλων. Σίγουρα η τελεία είναι το σημείο που ξέρουν οι περισσότεροι να χρησιμοποιούν. Και το χρησιμοποιούν παντού σα να μπορεί, και μπορεί, να κάνει τα πάντα, να πάρει τη θέση όλων των άλλων, εκτός ενός: του ερωτηματικού.
H συχνή χρήση του μετά από λίγες λέξεις κάθε φορά, σου επιτρέπει να αντιληφθείς την έμφαση που αποκτούν πρόσωπα και πράγματα, το ταραγμένο και έντονα συναισθηματικό φορτίο, να ακούσεις το λαχάνιασμα των συναισθημάτων, την αγωνία, το φόβο. Εκεί η τελεία, ως μοναδικός πρωταγωνιστής, έχοντας διώξει κάθε άλλον, επιτελεί το έργο μόνη της, αφεντικό υψηλού επιπέδου, η βασίλισσα που διατάζει τις λέξεις να πάρουν το νόημα που εκείνη τους δίνει χωρίζοντάς τις, απομονώνοντάς τις, τέμνοντας το λόγο σε μικρές μερίδες για να είναι εύπεπτος από τους πολλούς ή να παρέχεται σε μερίδες ικανές να χορτάσουν παρέχοντας όλα τα θρεπτικά στοιχεία της σκέψης και του συναισθήματος. Η θέση του από την άλλη στο τέλος ενός μεγάλου χωρίου, που επιτρέπει στις παραδουλεύτρες να κάνουν την πολλή δουλειά, κάνει το λόγο να μοιάζει με δέντρο που οι κλώνοι του μπλέκονται , συνδέονται, συναρτώνται, όπου κάθε τμήμα έχει το δικό του ρόλο, αλλά όλα αποτελούν ένα ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο.
Πολλοί βέβαια προσθέτουν αμέσως μετά και μια παύλα, κόβοντας δρόμους και επαφές. Το ερώτημα είναι αν ο λόγος συνεχίζεται μετά απ’ αυτήν ή το τέλος είναι οριστικό.
Το θαυμαστικό δε μου φαίνεται τόσο χαρούμενο, αφού η γραμμή πάνω από την τελεία μού θυμίζει ρόπαλο που κατεβαίνει. Κι όταν το γράφουμε, δεν ξεκινάμε από κάτω προς τα πάνω, σα μια κίνηση να πετάξουμε στον ουρανό απ’ τη χαρά μας , αλλά από πάνω προς τα κάτω, σα να βαράμε με ένα σφυρί. Ίσως γι αυτό η χαρά δε μας φαίνεται τόσο γνήσια, ίσως γι’ αυτό δεν κρατά πολύ. Είναι σα μικρές σφυριές που αφήνουν πίσω τους μια πίκρα. Μόνο μπόι έχει και δημιουργεί εντυπώσεις και μεγάλες προσδοκίες. Σαν τη χαρά που πάντα είναι μικρότερη απ’ αυτή που περιμένουμε. Εν τούτοις επιμένουμε σ΄ αυτό το σημαδάκι ν΄ αναθέτουμε την ευθύνη να δηλώσει τη χαρά, την έκπληξη, αλλά και την απορία, το θαυμασμό, το φόβο, πάντα κάτι που προκαλεί μια ζωηρή κίνηση μέσα μας είτε θετική είτε όχι.
Ερωτηματικό: το μεγάλο βάσανο της ζωής μας. Πού να ήξερε, όταν μπαίνει μπροστά μας, σε πόσες φουρτούνες μάς ρίχνει. Αδιάφορο το ίδιο, δε νοιάζεται αν η ζωή μας μπαίνει σ’ ένα αδιάκοπο τρεχαλητό που διαρκεί όσο και ζωή μας, για να δώσουμε απαντήσεις για τις οποίες δεν υπάρχει καμιά σιγουριά ικανή να μας κάνει να επαναπαυτούμε. Ρωτά εκείνο και αδιαφορεί πώς θα χειριστούμε την παρουσία του. Αν θα δώσουμε μια βιαστική και πρόχειρη απάντηση ή αν θα αναλώσουμε τη ζωή μας, δίνοντάς της όμως ταυτόχρονα νόημα και σκοπό, για να βρούμε μια ή πολλές απαντήσεις. Αυτή η υπόγεια παρουσία του δεύτερου τμήματός του κάτω από τη γραμμή, η ύπουλη ίσως και σκοτεινή, είναι μαζί με το βασανιστικό μαρτύριο όμως και μια πρόκληση και μια κινητοποίηση να ξεφύγουμε από τον εφησυχασμό της τελείας. Απλά μας σπρώχνει στο δρόμο. Δεν ξέρουμε πού θα μας βγάλει. Πάντως μας σηκώνει από την καρέκλα ή τον αναπαυτικό καναπέ ή και το κρεβάτι της επανάπαυσης. Και τρέχουμε, τρέχουμε κι όπου μας βγάλει…
Η άνω τελεία, άγνωστη στους περισσότερους, σου λέει «περίμενε» και τρέμεις στα ελάχιστα δευτερόλεπτα της αναμονής για τη συμπλήρωση του νοήματος που μπορεί να είναι κι ο αντίλογος σ΄ όσα ελέχθησαν. Πάντως έχει τη δύναμη και τη δυναμική της. Ικανή να χωρίσει το λόγο στα δυο, σε «ημίκωλα», εκεί ψηλά, περήφανη και μόνη, γεμάτη σιγουριά αιωρείται στο κενό που δημιουργεί, αφού ξέρει ότι στέκεται στο ψηλότερο σημείο. Μετά από αυτήν θα αρχίσει πάλι η κάθοδος, το χαμήλωμα, η ολοκλήρωση που θα καταλήξει στην τελεία. Όσο όμως στέκεται στην κορυφή της, στην κορυφή της ημισέληνου, είναι η βασίλισσα της νύχτας των βασανιστικών μας σκέψεων.
Πιο αθώα η άνω και κάτω τελεία σε βάζει να σταθείς προσοχή για ν’ ακούσεις τον κατάλογο που θ’ απαριθμήσει. Ξέρεις πάντα ότι θα περιμένεις, δεν ξέρεις όμως τι να περιμένεις. Σίγουρα πάντως έχει εντιμότητα και ευθύτητα.
Κόμμα. Ο εφιάλτης εκείνων που πρέπει να μάθουν να το χρησιμοποιούν σωστά. Οι κανόνες ορίζουν τη ζωή του, αν και υπάρχει και κάποια ελαστικότητα στη χρήση του, την οποία δημιουργούν οι ισχυροί του λόγου, οι λογοτέχνες. Στο όνομα της «αδείας» τους, ανάμεσα στ’ άλλα, μπορούν να βάζουν κόμμα κι εκεί που δε χρειάζεται, μόνο και μόνο για να δώσουν έμφαση ξεχωρίζοντας νοήματα, χωρίς κανείς να μπορεί να τους κατηγορήσει, αλλά αντίθετα μάλιστα διατείνονται ότι πρόκειται για τους ειδικούς όρους της τεχνικής τους.
Είναι αυτό που μπαίνει παντού. Μπορεί να χωρίσει προτάσεις ή και όρους μιας πρότασης. Χωρίζει ισοδύναμες ή μη προτάσεις, κύριες με κύριες ή κύριες με δευτερεύουσες. Η ιεραρχία υπάρχει παντού. Η παρουσία του ή όχι κρίνει το ποιητικό δυναμικό της πρότασης που έπεται.
(συνεχίζεται)
Η εξομολόγηση μιας τελείας.
Ήθελα να έχω πιο πολύ μπόι
μ ‘ενοχλεί που πάντα μπροστά μου
υψώνεται ένα κεφαλαίο γράμμα.
Είμαι χαρούμενη που οι ερωτευμένοι
δεν με ξέρουν και περήφανη
που με επιλέγει η σιωπή.
Στα νιάτα μου έκανα και εγώ
την επανάστασή μου
και το μόνο που κατάφερα
ήταν να γίνω μια άνω τελεία.
Όσο για το όνομα μου..
ήθελα ο τόνος να είναι στο έψιλον.
Το ερωτηματικό γυρνάει και της λέει:
κρυφάκουσα την εξομολόγησή σου
και θέλω να σου πω πως
εγώ στο σπίτι μου σε έχω κορώνα.
Ψηλά, ψηλά στον τοίχο ένα καρφάκι
και από κάτω ένα γαντζάκι
να κρεμούν οι άνθρωποι τις απορίες τους.
Λουδοβίκος των Ανωγείων
Για τα σημεία στίξης, από πού να αρχίσει κανείς και πού να τελειώσει…
Μιλούν με τη σιωπή, με την παρουσία και την απουσία σους με τη μηδαμινή έκτασή τους με την παραίτησή τους σ’ εμάς που αποφασίζουμε αν , πότε και πώς θα τα χρησιμοποιήσουμε. Είναι εκεί και περιμένουν. Εμάς. Υπομονετικά. Παθητικά ίσως. Με φόβο και ανησυχία. Ίσως και με ελπίδα να τους δώσουμε φωνή. Να δικαιώσουν την ύπαρξή τους. Να βγουν από την αφάνεια. Υπάρχουν όσο υπάρχουμε, όσο τα γνωρίζουμε κι όσο τα χρησιμοποιούμε.
Υπάρχουν κι εδώ ισχυροί και αδύναμοι. Αυτοί που έχουν το απόλυτο δικαίωμα να κλείσουν την πόρτα σ’ ένα δωμάτιο της σκέψης και ν’ ανοίξουν ένα άλλο. Άλλα αποτελούν απλώς υπηρετικό, βοηθητικό προσωπικό που εξυπηρετούν τους ανώτερους. Σύντομος ή μακρύς (μακροπερίοδος) ο λόγος που εμπεριέχεται ανάμεσα σε δυο ισχυρά σημεία στίξης (τελεία, ερωτηματικό, θαυμαστικό). Ας ξεκινήσουμε με τους ισχυρούς λοιπόν. Ούτως ή άλλως πάντα έτσι δε συμβαίνει στη ζωή μας;
Τελεία… Ποιος θα το’ λεγε ότι αυτή, η τόσο ασήμαντη, η τόσο μικρή, που τοποθετείται τόσο χαμηλά, που θα μπορούσε κανείς να την προσπεράσει χωρίς να τη δει, είναι η βασίλισσα όλων. Σίγουρα η τελεία είναι το σημείο που ξέρουν οι περισσότεροι να χρησιμοποιούν. Και το χρησιμοποιούν παντού σα να μπορεί, και μπορεί, να κάνει τα πάντα, να πάρει τη θέση όλων των άλλων, εκτός ενός: του ερωτηματικού.
H συχνή χρήση του μετά από λίγες λέξεις κάθε φορά, σου επιτρέπει να αντιληφθείς την έμφαση που αποκτούν πρόσωπα και πράγματα, το ταραγμένο και έντονα συναισθηματικό φορτίο, να ακούσεις το λαχάνιασμα των συναισθημάτων, την αγωνία, το φόβο. Εκεί η τελεία, ως μοναδικός πρωταγωνιστής, έχοντας διώξει κάθε άλλον, επιτελεί το έργο μόνη της, αφεντικό υψηλού επιπέδου, η βασίλισσα που διατάζει τις λέξεις να πάρουν το νόημα που εκείνη τους δίνει χωρίζοντάς τις, απομονώνοντάς τις, τέμνοντας το λόγο σε μικρές μερίδες για να είναι εύπεπτος από τους πολλούς ή να παρέχεται σε μερίδες ικανές να χορτάσουν παρέχοντας όλα τα θρεπτικά στοιχεία της σκέψης και του συναισθήματος. Η θέση του από την άλλη στο τέλος ενός μεγάλου χωρίου, που επιτρέπει στις παραδουλεύτρες να κάνουν την πολλή δουλειά, κάνει το λόγο να μοιάζει με δέντρο που οι κλώνοι του μπλέκονται , συνδέονται, συναρτώνται, όπου κάθε τμήμα έχει το δικό του ρόλο, αλλά όλα αποτελούν ένα ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο.
Πολλοί βέβαια προσθέτουν αμέσως μετά και μια παύλα, κόβοντας δρόμους και επαφές. Το ερώτημα είναι αν ο λόγος συνεχίζεται μετά απ’ αυτήν ή το τέλος είναι οριστικό.
Το θαυμαστικό δε μου φαίνεται τόσο χαρούμενο, αφού η γραμμή πάνω από την τελεία μού θυμίζει ρόπαλο που κατεβαίνει. Κι όταν το γράφουμε, δεν ξεκινάμε από κάτω προς τα πάνω, σα μια κίνηση να πετάξουμε στον ουρανό απ’ τη χαρά μας , αλλά από πάνω προς τα κάτω, σα να βαράμε με ένα σφυρί. Ίσως γι αυτό η χαρά δε μας φαίνεται τόσο γνήσια, ίσως γι’ αυτό δεν κρατά πολύ. Είναι σα μικρές σφυριές που αφήνουν πίσω τους μια πίκρα. Μόνο μπόι έχει και δημιουργεί εντυπώσεις και μεγάλες προσδοκίες. Σαν τη χαρά που πάντα είναι μικρότερη απ’ αυτή που περιμένουμε. Εν τούτοις επιμένουμε σ΄ αυτό το σημαδάκι ν΄ αναθέτουμε την ευθύνη να δηλώσει τη χαρά, την έκπληξη, αλλά και την απορία, το θαυμασμό, το φόβο, πάντα κάτι που προκαλεί μια ζωηρή κίνηση μέσα μας είτε θετική είτε όχι.
Ερωτηματικό: το μεγάλο βάσανο της ζωής μας. Πού να ήξερε, όταν μπαίνει μπροστά μας, σε πόσες φουρτούνες μάς ρίχνει. Αδιάφορο το ίδιο, δε νοιάζεται αν η ζωή μας μπαίνει σ’ ένα αδιάκοπο τρεχαλητό που διαρκεί όσο και ζωή μας, για να δώσουμε απαντήσεις για τις οποίες δεν υπάρχει καμιά σιγουριά ικανή να μας κάνει να επαναπαυτούμε. Ρωτά εκείνο και αδιαφορεί πώς θα χειριστούμε την παρουσία του. Αν θα δώσουμε μια βιαστική και πρόχειρη απάντηση ή αν θα αναλώσουμε τη ζωή μας, δίνοντάς της όμως ταυτόχρονα νόημα και σκοπό, για να βρούμε μια ή πολλές απαντήσεις. Αυτή η υπόγεια παρουσία του δεύτερου τμήματός του κάτω από τη γραμμή, η ύπουλη ίσως και σκοτεινή, είναι μαζί με το βασανιστικό μαρτύριο όμως και μια πρόκληση και μια κινητοποίηση να ξεφύγουμε από τον εφησυχασμό της τελείας. Απλά μας σπρώχνει στο δρόμο. Δεν ξέρουμε πού θα μας βγάλει. Πάντως μας σηκώνει από την καρέκλα ή τον αναπαυτικό καναπέ ή και το κρεβάτι της επανάπαυσης. Και τρέχουμε, τρέχουμε κι όπου μας βγάλει…
Η άνω τελεία, άγνωστη στους περισσότερους, σου λέει «περίμενε» και τρέμεις στα ελάχιστα δευτερόλεπτα της αναμονής για τη συμπλήρωση του νοήματος που μπορεί να είναι κι ο αντίλογος σ΄ όσα ελέχθησαν. Πάντως έχει τη δύναμη και τη δυναμική της. Ικανή να χωρίσει το λόγο στα δυο, σε «ημίκωλα», εκεί ψηλά, περήφανη και μόνη, γεμάτη σιγουριά αιωρείται στο κενό που δημιουργεί, αφού ξέρει ότι στέκεται στο ψηλότερο σημείο. Μετά από αυτήν θα αρχίσει πάλι η κάθοδος, το χαμήλωμα, η ολοκλήρωση που θα καταλήξει στην τελεία. Όσο όμως στέκεται στην κορυφή της, στην κορυφή της ημισέληνου, είναι η βασίλισσα της νύχτας των βασανιστικών μας σκέψεων.
Πιο αθώα η άνω και κάτω τελεία σε βάζει να σταθείς προσοχή για ν’ ακούσεις τον κατάλογο που θ’ απαριθμήσει. Ξέρεις πάντα ότι θα περιμένεις, δεν ξέρεις όμως τι να περιμένεις. Σίγουρα πάντως έχει εντιμότητα και ευθύτητα.
Κόμμα. Ο εφιάλτης εκείνων που πρέπει να μάθουν να το χρησιμοποιούν σωστά. Οι κανόνες ορίζουν τη ζωή του, αν και υπάρχει και κάποια ελαστικότητα στη χρήση του, την οποία δημιουργούν οι ισχυροί του λόγου, οι λογοτέχνες. Στο όνομα της «αδείας» τους, ανάμεσα στ’ άλλα, μπορούν να βάζουν κόμμα κι εκεί που δε χρειάζεται, μόνο και μόνο για να δώσουν έμφαση ξεχωρίζοντας νοήματα, χωρίς κανείς να μπορεί να τους κατηγορήσει, αλλά αντίθετα μάλιστα διατείνονται ότι πρόκειται για τους ειδικούς όρους της τεχνικής τους.
Είναι αυτό που μπαίνει παντού. Μπορεί να χωρίσει προτάσεις ή και όρους μιας πρότασης. Χωρίζει ισοδύναμες ή μη προτάσεις, κύριες με κύριες ή κύριες με δευτερεύουσες. Η ιεραρχία υπάρχει παντού. Η παρουσία του ή όχι κρίνει το ποιητικό δυναμικό της πρότασης που έπεται.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου