Κάθε φορά που επιστρέφω στο χωριό μου συναντώ το παρελθόν. Κάθε επίσκεψη ένα βάπτισμα στη μνήμη, στο χρόνο, στις αναμνήσεις. Κι όταν φεύγω νιώθω πολύ πιο πλούσια και πολύ πιο φτωχή: πλούσια για το μυστήριο της αναβίωσης του χρόνου και των αναμνήσεων, φτωχή για αυτό που πέρασε και δεν πρόκειται ποτέ πια να επιστρέψει το ίδιο.
Εκεί μόνο μπορείς να αναδιπλώσεις τον εαυτό σου, να τον αφήσεις ελεύθερο να περπατήσει στις παλιές στράτες με βήματα δειλά σαν τον προδότη που γύρισε μετανιωμένος έτοιμος να απολογηθεί, να προσκυνήσει το λιγοστό χώμα
που το άγιασαν οι άνθρωποι με το μόχθο τους πάνω στις πέτρες, στους γκρεμνούς που δεν άφησαν ούτε σπιθαμή να μην αναγνωρίσουν την αξία τους, να μην αφήσουν πάνω τους τον ιδρώτα και την αγωνία τους, να μην ακουμπήσουν τα τραχιά γρατσουνισμένα χέρια τους που είχαν γίνει παχιά και σκληρά, ένα με το περιβάλλον με το οποίο είχαν εξομοιωθεί. Η μυρουδιά της σκόνης, της καλαμιάς, του σκίνου, της χαρουπιάς, του πεύκου, του αλωνισμένου άχυρου ποτισμένη με τον ιδρώτα των ζώων και το δικό του.
Εικόνες που εγκατέλειψα, γιατί δεν μπορούσα τότε να μετρήσω το βάρος τους, όταν οι σειρήνες του «πολιτισμού» με καλούσαν κοντά τους και ο τόπος με στένευε ασφυκτικά μέσα στον ορίζοντα των βουνών του, στη φτώχεια της γης του, στην απομάκρυνσή του από τον «πολιτισμένο» κόσμο… Νεαρή με αίσθημα μειονεκτικότητας διψούσα να διώξω από πάνω μου το στίγμα της ταπεινής καταγωγής του άσημου τόπου που μόνο οι χάρτες με υψηλή κλίμακα είχαν καταχωρίσει, για να πάρω αξία, αγνοώντας τις δικές μου υποχρεώσεις .
Τώρα θέλω να περάσω απ’ όλους τους τόπους, να ξαναδώ τη μορφή εκείνων που διαμόρφωσαν τη ζωή και τη σκέψη μου. Θέλω να περάσω από κάθε τόπο να δω τις αιωνόβιες ελιές με τις πληγές τους από το χρόνο, από τις θύελλες, τις χιονιές και από το ίδιο τους το βάρος να στέκουν εκεί και να περιμένουν, να συνεχίζουν την πορεία τους στο χρόνο χωρίς να απορούν, χωρίς να ρωτούν, αλλά να συνεχίζουν αδιαμαρτύρητα να μιλούν και να διδάσκουν μόνο με την παρουσία τους. Χωρίς θόρυβο, μόνο με το θόρυβο που κάνει ο αέρας περνώντας μέσα από τα κλαδιά τους, με το χάδι του ή την ορμή του, υπομένοντας, αποδεικνύοντας τη νίκη τους με την επιβίωσή τους ή την ήττα τους, για την οποία κανείς δε θα κλάψει παρά μόνο ο άνθρωπος που έχασε μια πηγή οικονομικής απολαβής …
Εδώ και ο χιονιάς έρχεται αγκαλιά με το χαμόγελο του ήλιου. Δύσκολο να το συναντήσεις αλλού∙ μόνο στο νότο η μεγαλύτερη μπόρα όσο μακριά κι αν είναι σε παρηγορεί αμέσως μετά το πέρασμά της με το αισιόδοξο φως του ήλιου. Μόλις ανοίξεις την πόρτα, ο ήλιος σου χαμογελά εγκάρδια πάνω από τα Λευκά Όρη ή σου κλείνει πονηρά το μάτι ξεφεύγοντας μέσα από τα σύννεφα, για να σου πει ότι είναι πάντα εκεί και θα είναι αυτός που θα νικήσει τελικά, απλώς αφήνει στους άλλους την ψευδαίσθηση ότι είναι οι προσωρινοί νικητές κι ότι εσύ απλά πρέπει να του έχεις εμπιστοσύνη και να τον περιμένεις υπομονετικά.
Οι άνθρωποι συνήθως μένουν στην υλική αξία των πραγμάτων αγνοώντας την άλλη, την πραγματική, η γνώση της οποίας συνιστά τη γνώση της ίδιας τους της ζωής. Η απομάκρυνση και η φυγή μας από τη φύση μάς στερεί, εκτός από την ομορφιά της, την εσωτερική μας ανάταση, τη μέθεξη στο μυστήριο της ζωής, τη μοναξιά του αποδιωγμένου, όπου ο διωγμένος είναι ο ίδιος διώκτης του εαυτού του.
Αυτή τη δύναμη πήραν τόσες γενιές ανθρώπων χωρίς πληρωμένες σπουδές σε ονομαστά πανεπιστήμια του εσωτερικού ή του εξωτερικού, χωρίς παπύρους και περγαμηνές, με τη δωρεά της φύσης και της ίδιας της ζωής που προσφέρει χωρίς να απαιτεί, που τιμωρεί σιωπηλά, αν δε μάθεις το μάθημά της.
Είναι σαν ένα γλυκό και μακρινό παραμύθι που ακούσαμε στα παιδικά μας χρόνια, ένα ζωντανό παραμύθι όμως, γιατί όταν ανοίγεις τα μάτια ο τόπος δεν έχει μεταμορφωθεί: παραμένει εκεί με μικρές ή μεγάλες αλλαγές από τον καιρό και τον άνθρωπο. Του λείπουν όμως οι άνθρωποι που μπορείς να πας και να τους συναντήσεις στο νέο τους χωριό, στις νέες αιώνιες πολυτελείς κατοικίες τους κι ας έζησαν τη ζωή τους μέσα στη φτώχεια χωρίς να τη βλέπουν και να τη συνειδητοποιούν, γιατί δεν είχαν γνωρίσει κάτι άλλο, αλλά και γιατί ο πλούτος της καρδιάς τους που άγγιζε τις άλλες καρδιές δεν άφηνε τόπο κενό και άδειο.
Εκεί μόνο μπορείς να αναδιπλώσεις τον εαυτό σου, να τον αφήσεις ελεύθερο να περπατήσει στις παλιές στράτες με βήματα δειλά σαν τον προδότη που γύρισε μετανιωμένος έτοιμος να απολογηθεί, να προσκυνήσει το λιγοστό χώμα
που το άγιασαν οι άνθρωποι με το μόχθο τους πάνω στις πέτρες, στους γκρεμνούς που δεν άφησαν ούτε σπιθαμή να μην αναγνωρίσουν την αξία τους, να μην αφήσουν πάνω τους τον ιδρώτα και την αγωνία τους, να μην ακουμπήσουν τα τραχιά γρατσουνισμένα χέρια τους που είχαν γίνει παχιά και σκληρά, ένα με το περιβάλλον με το οποίο είχαν εξομοιωθεί. Η μυρουδιά της σκόνης, της καλαμιάς, του σκίνου, της χαρουπιάς, του πεύκου, του αλωνισμένου άχυρου ποτισμένη με τον ιδρώτα των ζώων και το δικό του.
Εικόνες που εγκατέλειψα, γιατί δεν μπορούσα τότε να μετρήσω το βάρος τους, όταν οι σειρήνες του «πολιτισμού» με καλούσαν κοντά τους και ο τόπος με στένευε ασφυκτικά μέσα στον ορίζοντα των βουνών του, στη φτώχεια της γης του, στην απομάκρυνσή του από τον «πολιτισμένο» κόσμο… Νεαρή με αίσθημα μειονεκτικότητας διψούσα να διώξω από πάνω μου το στίγμα της ταπεινής καταγωγής του άσημου τόπου που μόνο οι χάρτες με υψηλή κλίμακα είχαν καταχωρίσει, για να πάρω αξία, αγνοώντας τις δικές μου υποχρεώσεις .
Τώρα θέλω να περάσω απ’ όλους τους τόπους, να ξαναδώ τη μορφή εκείνων που διαμόρφωσαν τη ζωή και τη σκέψη μου. Θέλω να περάσω από κάθε τόπο να δω τις αιωνόβιες ελιές με τις πληγές τους από το χρόνο, από τις θύελλες, τις χιονιές και από το ίδιο τους το βάρος να στέκουν εκεί και να περιμένουν, να συνεχίζουν την πορεία τους στο χρόνο χωρίς να απορούν, χωρίς να ρωτούν, αλλά να συνεχίζουν αδιαμαρτύρητα να μιλούν και να διδάσκουν μόνο με την παρουσία τους. Χωρίς θόρυβο, μόνο με το θόρυβο που κάνει ο αέρας περνώντας μέσα από τα κλαδιά τους, με το χάδι του ή την ορμή του, υπομένοντας, αποδεικνύοντας τη νίκη τους με την επιβίωσή τους ή την ήττα τους, για την οποία κανείς δε θα κλάψει παρά μόνο ο άνθρωπος που έχασε μια πηγή οικονομικής απολαβής …
Εδώ και ο χιονιάς έρχεται αγκαλιά με το χαμόγελο του ήλιου. Δύσκολο να το συναντήσεις αλλού∙ μόνο στο νότο η μεγαλύτερη μπόρα όσο μακριά κι αν είναι σε παρηγορεί αμέσως μετά το πέρασμά της με το αισιόδοξο φως του ήλιου. Μόλις ανοίξεις την πόρτα, ο ήλιος σου χαμογελά εγκάρδια πάνω από τα Λευκά Όρη ή σου κλείνει πονηρά το μάτι ξεφεύγοντας μέσα από τα σύννεφα, για να σου πει ότι είναι πάντα εκεί και θα είναι αυτός που θα νικήσει τελικά, απλώς αφήνει στους άλλους την ψευδαίσθηση ότι είναι οι προσωρινοί νικητές κι ότι εσύ απλά πρέπει να του έχεις εμπιστοσύνη και να τον περιμένεις υπομονετικά.
Οι άνθρωποι συνήθως μένουν στην υλική αξία των πραγμάτων αγνοώντας την άλλη, την πραγματική, η γνώση της οποίας συνιστά τη γνώση της ίδιας τους της ζωής. Η απομάκρυνση και η φυγή μας από τη φύση μάς στερεί, εκτός από την ομορφιά της, την εσωτερική μας ανάταση, τη μέθεξη στο μυστήριο της ζωής, τη μοναξιά του αποδιωγμένου, όπου ο διωγμένος είναι ο ίδιος διώκτης του εαυτού του.
Αυτή τη δύναμη πήραν τόσες γενιές ανθρώπων χωρίς πληρωμένες σπουδές σε ονομαστά πανεπιστήμια του εσωτερικού ή του εξωτερικού, χωρίς παπύρους και περγαμηνές, με τη δωρεά της φύσης και της ίδιας της ζωής που προσφέρει χωρίς να απαιτεί, που τιμωρεί σιωπηλά, αν δε μάθεις το μάθημά της.
Είναι σαν ένα γλυκό και μακρινό παραμύθι που ακούσαμε στα παιδικά μας χρόνια, ένα ζωντανό παραμύθι όμως, γιατί όταν ανοίγεις τα μάτια ο τόπος δεν έχει μεταμορφωθεί: παραμένει εκεί με μικρές ή μεγάλες αλλαγές από τον καιρό και τον άνθρωπο. Του λείπουν όμως οι άνθρωποι που μπορείς να πας και να τους συναντήσεις στο νέο τους χωριό, στις νέες αιώνιες πολυτελείς κατοικίες τους κι ας έζησαν τη ζωή τους μέσα στη φτώχεια χωρίς να τη βλέπουν και να τη συνειδητοποιούν, γιατί δεν είχαν γνωρίσει κάτι άλλο, αλλά και γιατί ο πλούτος της καρδιάς τους που άγγιζε τις άλλες καρδιές δεν άφηνε τόπο κενό και άδειο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου