Τα σπίτια, όπως και τώρα, χάνονταν ανάμεσα στα γέρικα ελαιόδεντρα, τα αιωνόβια δέντρα που στα μικρά μας χρόνια θεωρούσαμε δεδομένο ότι δε γεννήθηκαν ποτέ, αλλά πάντοτε φύτρωναν εκεί και σκέπαζαν με τους βαρείς τους κλώνους τις στέγες των ανθρώπων. Το χωριό ζούσε μέσα στον πανάρχαιο ελαιώνα και τώρα θα συμπλήρωνα από τον ελαιώνα και για τον ελαιώνα. Η ζωή μας ήταν δεμένη με τα δέντρα και εξαρτημένη απ’ αυτά, όπως και η ζωή των τζιτζικιών.
Τα ελαιόδεντρα τα μεσημέρια του καλοκαιριού ζωντάνευαν στον ήχο των τζιτζικιών και μιλούσαν μαζί τους τη στιγμή που τους προσέφεραν τους χυμούς τους, με αντάλλαγμα το μελωδικό –κατ’ άλλους εκνευριστικό-τερέτισμα. Τις ώρες που «κυνηγούσα τζιτζίκους» γνώρισα καλύτερα τους γέρικους κορμούς της ελιάς, και τους αρχειοθέτησα στη μνήμη μου ανάλογα με την ευκολία που μου προσέφεραν στο χούφτωμα των τζιτζικιών. Ναι, στο χούφτωμα, μιας και η παλάμη ακολουθούμενη από τα δάχτυλα έκλεινε σε μια καμαρωτή φυλακή, να εγκλωβίσει το χαρωπό τραγουδιστή. Να τον χωρέσει στη συνέχεια σ’ ένα «ντενεκάκι», μεταλλικό κουτί κονσέρβας συνήθως, και να τον προσφέρει αργότερα τροφή στις πέρδικες, που επέμεναν κι αυτές να τραγουδούν στο σπίτι της φυλακής τους, ή στις κότες. Μα και βέβαια ήταν η χαρά του μικρού κυνηγού στους ελαιώνες, που κάλυπταν και την παραμικρή επιφάνεια των χαμηλών λόφων, χαρά που αυξανόταν όσο πλήθαινε ο αριθμός των ωδικών θηραμάτων.
Όταν το μονότονο γουργούρισμα των αοιδών βάραινε μαζί με τη νύστα τα βλέφαρα στα μάτια των μεγάλων, ήταν η ώρα «των μικρών» να αρχίσουν τις εξερευνήσεις τους. Φεύγαμε κρυφά όταν «οι μεγάλοι» αποκαμωμένοι (είχαν σηκωθεί την ώρα που το φως κύκλωνε τους όγκους των κορυφογραμμών) παρέδιδαν το σώμα τους στο στρώμα. Περιμέναμε την ώρα αυτή ως την απόλυτη δική μας. Χωρίς τις εντολές των «μεγάλων», τις απαγορεύσεις και τα μαλώματα που προοιωνίζονταν σίγουρες τιμωρίες. Μέσα στο σκονισμένο λιοπύρι που αιωρούνταν στα καλοκαίρια μας, το εκκωφαντικό τερέτισμα ισοδυναμούσε με το χρόνο δράσης μας, το χώρο της ελευθερίας μας.
Ξεκινούσαμε τη θήρα από τα κοντινά δέντρα, από την κρεβατίνα που σκαρφάλωνε στην ταράτσα, από τα δέντρα της αυλής και συνεχίζαμε στη γειτονιά. Η πορεία μας ήταν συνήθως σταθερή. Ξέραμε ήδη σαν κανόνας που μαθαίνεται στη γραμματική τα δέντρα που προτιμούσαν τα τζιτζίκια. Ήταν εκείνα που είχαν κορμούς παραμορφωμένους σα δάχτυλα χεριού που έκαναν κόμπους από την αρθρίτιδα. Στις διαφορετικές πλευρές τους μπορούσαμε να «πιάσουμε» περισσότερο από ένα. Η ατυχία μας ήταν μεγάλη όταν το πλησίασμα και το πιάσιμο ενός πρόδιδε την παρουσία μας στ’ άλλα, που έφευγαν πετώντας πίσω τους σταγόνες κι εμείς στραβομουτσουνιάζαμε για το διπλό κακό: όχι μόνο χάναμε ένα τζίτζικα, μας κατουρούσε κι από πάνω. Μεγάλη ήταν η πίκρα μας και για κείνα που κάθονταν ψηλά στους κλώνους που δε φτάναμε. Κι αυτοί ήταν οι περισσότεροι. Δε χάναμε όμως χρόνο να σκαρφαλώσουμε και να διακινδυνεύσουμε, αφού είχαμε σοβαρές ελπίδες ότι θα βρίσκαμε άλλα σε δέντρα ανάλογα με το μπόι μας.
Ο ήχος του τραγουδιού μας προσανατόλιζε, αλλά μόνο των θηλυκών. Το αρσενικό, σιωπηλό καθώς ήταν, έπρεπε να το αντιληφθούμε βασισμένοι αποκλειστικά στην όραση. Κι όταν οι μεγάλοι μας ρωτούσαν μ’ ένα πονηρό χαμόγελο να διαγράφεται στις άκρες των χειλιών πώς ξεχωρίζαμε το αρσενικό από το θηλυκό, με απόλυτη φυσικότητα απαντούσαμε « μα το αρσενικό είναι μυτερό στην άκρη», για να μας απαντήσουν μ’ ένα μικρό γελάκι.
Όμως όταν βρίσκαμε δυο μαζί, ζευγαρωμένα διακόπταμε βίαια το ζευγάρωμα. Δεν ξέρω από πού πήγαζε αυτή η άγρια χαρά. Ίσως από τις αυστηρές υποθήκες που ήδη στη μικρή ηλικία μας δεχόμαστε ως πρότυπο της κοινωνίας που διαμόρφωνε τη μελλοντική σεξουαλικότητά μας. Ήταν ανεπίτρεπτο να συμβαίνει αυτό έτσι σε κοινή θέα, ακόμα και για τα ζώα της φύσης κι όχι μόνο τα ζώα του σπιτιού: αυτό το μήνυμα μας έδινε η κοινωνία στην οποία μεγαλώναμε.
Μέρα με τη μέρα προχωρούσαμε μακρύτερα πληθαίνοντας τη σοδειά και τις εμπειρίες μας. Μερικές εικόνες ασκούσαν μια ξεχωριστή γοητεία. Κάποιες «πεζούλες κακόβολες», με περίεργο σχηματισμό και επικίνδυνη κατωφέρεια, μας άρεσαν περισσότερο, με τα μικρά δρομάκια που οδηγούσαν από την επάνω στην κάτω, που τώρα αποκαλύπτονταν, αφού τα δίχτυα ελαιοσυλλογής είχαν απομακρυνθεί και συγκεντρωθεί γύρω από τον κορμό της ελιάς. Δεν κινδυνεύαμε κιόλας με την τσουλήθρα πάνω τους, όπως το χειμώνα που ήταν λαδωμένα από τον πατημένο ελαιόκαρπο. Τώρα βρίσκαμε τα φυσικά μας μονοπάτια.
Δεν ήταν όμως μόνο το μεσημεριανό κυνήγι και οι ώρες της απελευθέρωσης. Ήταν που βλέπαμε τα δέντρα τον καιρό της σχόλης και της ξεγνοιασιάς, κι όχι όπως το χειμώνα που οι «πεζούλες» ήταν στρωμένες με τα μαύρα πλαστικά ελαιόδιχτα. Τώρα υπήρχε βέβαια ένα άλλο στρώμα από καστανοκίτρινα φύλλα που νεκρά πλέον ετοίμαζαν το λίπασμα του χειμώνα. Θα τα ξαναβρίσκαμε μπροστά μας το φθινόπωρο, όταν θα έπρεπε να καθαρίσουμε και ν’ απλώσουμε τα δίχτυα για το «μάζωμα».
Με αφορμή το κυνήγι η φύση γινόταν πεδίο αναζήτησης της ομορφιάς, κι ας επρόκειτο για τη μονοτονία επανάληψης του τοπίου ενός μικρού χωριού. Ένας βράχος που έσκυβε μέχρι τη μέση της πεζούλας, ένας ατίθασος κλώνος που έγερνε ιδιότροπα δίνοντας ένα ιδιαίτερο σχήμα στο δέντρο ήταν στοιχεία διαφορετικότητας πολύ σπουδαία στα παιδικά μας μάτια.
Ένα δέντρο που διέκοπτε τη μονοτονία του ελαιώνα, μια συκιά ή αμυγδαλιά ή χαρουπιά, που το ζωηρότερο χρώμα των φύλλων τους ζωντάνευε τη θαμπή μονοτονία του γκριζοπράσινου των φύλλων της ελιάς γινόταν αφορμή για μια μελέτη φυτολογίας. Το άρωμα της χαρουπιάς συνδεδεμένο με τη ζεστή σκόνη και τ’ αγκάθια έφερνε στο μυαλό μας πρόωρα το μήνα της συγκομιδής. Είχαμε ήδη συνθέσει στο μυαλό μας ένα χρονοδιάγραμμα εργασιών, ένα δικό μας «Έργα και Ημέραι», βασισμένο στην προσωπική μας εμπειρία κι όταν βλέπαμε στα βιβλία να γίνεται λόγος γι αυτά θέλαμε να προσθέσουμε ή να διορθώσουμε, με το χαμόγελο κιόλας της ειρωνείας του ειδικού.
Μια ξερολιθιά που μπορούσαμε εύκολα να την «πηδήξουμε» για να κατεβούμε, κι ας ήταν έτοιμη να καταρρεύσει, ήταν γοητευτική για μας που μπορούσαμε να βρούμε πατήματα στα μέτρα των ποδιών μας και μας εκανε να νιώθουμε υπεροχή έναντι των μεγάλων, που τα μεγάλα τους πέλματα δε χωρούσαν να σταθούν με σταθερότητα πάνω τους.
Βέβαια υπήρχαν και απαγορευμένες περιοχές. Εκεί κυκλοφορούσαν τα «εντύματα», τα φαντάσματα, στα στενά φαράγγια και στις ρεματιές, στους καλαμιώνες, εκεί που η βλάστηση ήταν απροσπέλαστη, προχωρούσαμε τροχάδην καθώς μάλιστα η ηχώ έδινε τεράστιες διαστάσεις ακόμα και στον ήχο της αναπνοής μας. Περνούσαμε βιαστικά για να συνεχίσουμε την αναζήτησή μας, αφού άλλωστε εκεί το θήραμα ήταν σπάνιο. Πάντως ήταν αυτές που δοκίμαζαν την προσπάθειά μας να ξεπεράσουμε τους φόβους μας που κρίνοντας εκ των υστέρων μας γεννούσαν οι μεγάλοι για να μας ελέγχουν καλύτερα και να έχουν ήσυχο το κεφάλι τους.
Άμα είχες την τύχη να είσαι και κορίτσι, τότε τα πράγματα δυσκόλευαν περισσότερο. Τα κορίτσια δεν έπρεπε να κάνουν παρέα με τ’ αγόρια, για να μην κάνουν «κακές παρέες» και «κακές πράξεις». Τι δύσκολο όμως να συνετιστείς, αν τύχαινε να μην υπάρχει στα μικρά χωριά μας κορίτσι στην ηλικία σου και να είσαι αναγκασμένη να συναναστρέφεσαι μόνο με αγόρια. Ο δρόμος να γίνεις αγοροκόριτσο ήταν ανοιχτός. Έπρεπε να τους αποδείξεις -γιατί με τον εαυτό σου έπρεπε να έχεις εξασφαλίσει οπωσδήποτε τη σιγουριά- ότι μπορούσες να σκαρφαλώσεις στα δέντρα όπως αυτά, να πηδάς από τις ξερολιθιές, να περπατάς εξίσου μακριά και να μη φανερώνεις κούραση. Να δείχνεις «άντρας». Το χειρότερο που μπορούσες να εισπράξεις από αυτή την αναγκαστική παρέα ήταν η υποτίμηση για το φύλο σου, η άποψη ότι δεν μπορείς να κάνεις όσα εκείνοι. Με τον καιρό συνήθιζα να σκέφτομαι όπως εκείνοι και να βλέπω με οίκτο τα μεγαλύτερα κορίτσια σε ηλικία σχεδόν «παντρειάς» που ήταν αναγκασμένα να κάθονται στον ελεύθερο από άλλες δουλείες χρόνο τους να κεντούν ή να πλέκουν. Πώς συνέβη βέβαια αργότερα να γίνει κι αυτό … μάλλον ακολούθησε τη φυσική εξέλιξη και βοηθούσε ότι δεν υπήρχαν πια στο χωριό μικρότερα παιδιά για μεσημεριανές εξορμήσεις να ξυπνούν τη νοσταλγία για τις ώρες της ελευθερίας.
Ζούσαμε βέβαια με ενοχές, γιατί σκοτώνοντας τα τζιτζίκια εμποδίζαμε τα σταφύλια να «ωρμάσουν» και κοιτάζαμε με αγωνία καθημερινά στην «κρεβατίνα» αν είχαν κοκκινίσει, για να ελαφρώσουμε από το βάρος των τύψεων. Άλλο άγχος για χαμένες ζωές δεν είχαμε. Η ζωή ήταν φυσικά σκληρή για όλα τα πιο αδύναμα από μας πλάσματα. Για τις γάτες που κλωτσούσαμε όταν μπλέκανε στα πόδια μας, για τα σκυλιά που ξεροστάλιαζαν τα μεσημέρια πολλές φορές και χωρίς νερό στα βαρέλια δεμένα κάτω από μια ελιά. Ο κόσμος μας ζούσε στη ρεαλιστική σκληρότητα της ανάγκης επιβίωσης με μια μελετημένη από την εμπειρία δική του οικονομία χωρίς περιττούς συναισθηματισμούς και πεταμένη ενέργεια κινήσεων ή και συναισθημάτων. Ζούσε την αλήθεια του με σκληρότητα, αλλά χωρίς προσποιήσεις. Αυτό μας έκανε να αμφισβητούμε και τις άλλες υποδείξεις των μεγάλων, τις απαγορεύσεις που μας φαίνονταν υπερβολικές, και να μη διστάζουμε κιόλας να «πετάξουμε γλώσσα» για να υποστηρίξουμε τις απόψεις μας. Η αλήθεια αποδεικνυόταν ο μεγαλύτερος στόχος μας, γιατί με γελοίο πολλές φορές τρόπο βλέπαμε να καταπατείται. Αργότερα αναπτύξαμε έναν ενστικτώδη τρόπο ερμηνείας της συμπεριφοράς των ανθρώπων που έλεγαν ψέματα. Το βλέπαμε και στις κινήσεις τους πριν ακόμα ολοκληρώσουν τη σκέψη τους.
Είχαμε συντάξει δικό μας μετεωρολογικό δελτίο με το που ξυπνούσαμε και βλέπαμε τα σημάδια: την αντάρα στη Μαδάρα, το κύμα της υγρασίας που έκανε το τρίγωνο της θάλασσας αόρατο και της άπνοιας που προοιωνίζονταν πλούσια «δουλειά». Αντίθετα, οι άνεμοι μας αποθάρρυναν, καθώς έκαναν τα τζιτζίκια να κρύβονται. Τα δειλά τζιτζιρίσματα ή τα θαρρετά ξελαρυγγίσματα με τα πρώτο φως πριν την εμφάνιση του ηλιακού δίσκου ήταν προπομπός της ημέρας που θ’ ακολουθούσε.
Ο μικρόκοσμος δεν περνούσε απαρατήρητος, κι ας περπατούσαμε πάντοτε βιαστικά με την ορμή της νιότης. Εξίσου όμως συλλαμβάναμε τη συνολική εκδοχή του χώρου μας με τις δοκιμασμένες αισθήσεις μας, του ανθρώπου που αντικρίζει για πρώτη φορά τον κόσμο.
Όλος ο κόσμος μας διαγραφόταν ανάγλυφα με την παρατήρηση της ζωής των ταπεινών τραγουδιστών, που η συντομία της ζωής τους δεν άφηνε την τραγική της διάσταση. Κάποτε ο θάνατος είχε προλάβει τα θύματά μας και τα βλέπαμε ανάσκελα στο χώμα να σέρνονται από μια στρατιά μυρμηγκιών. Η συντομία της ζωής τους δε μας συγκινούσε ιδιαίτερα, αφού δεν είχαμε λόγο να κάνουμε συσχετισμό με τον εαυτό μας, καθώς σ’ αυτή την ηλικία ο χρόνος φάνταζε χωρίς όρια για μας, κι ας βλέπαμε κάποια στιγμή νεκρούς τους ανθρώπους που συναναστρεφόμασταν καθημερινά. Ο θάνατος, είτε ήταν φυσικός είτε τον προκαλούσαμε εμείς στις αδύναμες ζωές, ήταν ένα θέμα μέσα σ’ όλα τ’ άλλα που βρίσκονται σε μια φυσική ακολουθία χωρίς μεταφυσικές προεκτάσεις. Κι αυτή η πρώτη εκτίμηση ήταν καθοριστική για τη μετέπειτα φιλοσοφική μου θεώρηση.
Από το Μάιο εντοπίζαμε τα πρώτα μικρά τζιτζίκια στις άγριες καλαμιές στην άκρη του δρόμου, όταν κατηφορίζαμε το μεσημέρι από το σχολείο. Είχαμε μάθει τον ιδιαίτερο ήχο του εφηβικού τζιτζιρίσματος κι αν ήμαστε τυχεροί καταφέρναμε να τα εντοπίσουμε, μιας και το χρώμα τους λειτουργούσε ως φυσική παραλλαγή στο μέγεθος μιας μεγάλης «φτυσόμυγας». Η εμφάνισή τους με τις πρώτες μεγάλες ζέστες σηματοδοτούσε τον ερχομό του καλοκαιριού.
Το κίτρινο ξερό φόρεμα σαν άλλο πουκάμισο φιδιού έμενε πάνω στους κορμούς απομεινάρι της ζωής που ξεπετιόταν από την ανυπαρξία. Καμιά φορά πετυχαίναμε μαλακά ασπριδερά σιχαμερά σώματα και συχνά αναρωτιόμασταν πώς διασωζόταν το είδος τους υγρούς και κρύους μήνες του χειμώνα, για να επανεμφανιστεί την άνοιξη.
Χωρίς να συνειδητοποιούμε, αλλά με έντονη συναίσθηση αυτού που απολαμβάναμε, αφήναμε τα μικρά μας δάχτυλα να κινηθούν πάνω στα έλυτρα των φτερών τους και τα κοιτούσαμε προσεκτικά από τις κεντρικές μέχρι τις λεπτότατες περιφερειακές νευρώσεις. Κι έπειτα χαζεύαμε την κάπως σκληρή επιφάνεια του σώματος, τη στρογγυλάδα του κεφαλιού, τα ακίνητα μάτια και την εντομή που χώριζε το κεφάλι από το σώμα. Ένας κόσμος εντελώς διαφορετικός από το δικό μας, αλλά κι όλων των άλλων όντων που μπορούσαμε να πιάσουμε και να έχουμε του χεριού μας, με εξαίρεση ίσως τα μυρμήγκια. Μια επίδειξη δύναμης εμάς των μικρών στους μικρότερους του φυσικού βασιλείου, που μετέφραζε κι αποτύπωνε τη συμπεριφορά της κοινωνίας απέναντί μας.
Στην επιστροφή συναντούσαμε συνήθως ειρωνική υποδοχή, αλλά μαζί μια ωφελιμιστική διάθεση ταΐσματος των πουλερικών, κι ας ήταν αμελητέα η ποσότητα της τροφής για τις ανάγκες τους. Όμως διατηρούνταν η τακτική της οικονομίας ότι τίποτε δεν πηγαίνει χαμένο, αλλά όλα ανακυκλώνονται με το θάνατο
Οι γρατσουνιές στα χέρια και στα πόδια μας, πολλές φορές και στο πρόσωπο, ήταν τόσο συνηθισμένες στα παιδιά, που κανείς δεν έμπαινε στον κόπο να ρωτήσει ποιες ήταν φρέσκιες και ποιες παλιές, πού έγιναν και με ποιο τρόπο. Υπήρχαν σημαντικότερα θέματα να ασχοληθεί κανείς από τα επιπόλαια τραύματα. Κι αν τύχαινε να είναι κάπως πιο σοβαρό, όλα περνούσαν γρήγορα με την αφοριστική φράση: «πιο μπρος θα γιάνεις παρά θα παντρευτείς».
Τα απογεύματα, που πολύ συχνά έπρεπε να πάμε σε μια αγροτική εργασία, έπρεπε να κρύψουμε την κούραση της μεσημεριανής περιπλάνησης, που σίγουρα δεν μπορούσε ν’ αποτελέσει δικαιολογία για καμιά εξαίρεση.
Η γραφή συχνά είναι χώρος περισσότερο της φαντασίας παρά της πραγματικότητας. Τοποθετώ τις μνήμες στο χώρο της γραφής για να πιστέψω ότι δεν τις έζησα ως πραγματικές ή ότι συνέβησαν σε κάποιο άγνωστο και ίσως ίσως και ανύπαρκτο πρόσωπο. Γιατί οι πραγματικές μνήμες είναι κοφτερά αντικείμενα, κι οι κόψεις πονούν, ειδικά αν η κόψη αυτή λέγεται ελευθερία. Κι η εποχή εκείνη ήταν αγώνας για την ελευθερία και την ύπαρξη, καθημερινός και επίπονος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου